Η ομιλία του Θανάση Πετράκου στην έναρξη του συμποσίου στο 1ο διεθνές φεστιβάλ «Μίκη Θεοδωράκη» «Αρκαδίες – Ζατούνα» στη Ζάτουνα στις 3 Σεπτέμβρη 2022
Αξιότιμες κυρίες και αξιότιμοι κύριοι
Φίλες και φίλοι
Πέρασε ένας χρόνος από την ημέρα που ο Τρισμέγιστος Μίκης πέρασε στην αιωνιότητα. Γιατί όπως έλεγε ο ίδιος: “Είμαι δημιουργός. Νικώ το χρόνο και τον θάνατο. Είμαι ο χρόνος. Να γιατί ο ΉΛΙΟΣ και ο ΧΡΟΝΟΣ έγιναν ο κύκλος της ζωής και του θανάτου”.
Το 1ο Διεθνές Φεστιβάλ «Μίκη Θεοδωράκη» εδώ στον τόπο της εξορίας του κατά τη περίοδο της φασιστικής δικτατορίας των συνταγματαρχών είναι γεγονός. Ευχαριστούμε όλες και όλους για τη συμβολή τους και τη συμμετοχή τους.
Αποτελούσε αυτό που γίνεται εδώ το ελάχιστο Χρέος όλων μας προς τον Τρισμέγιστο Μίκη. Στον τελευταίο Μεγάλο Παγκόσμιο Έλληνα
Στον Μίκη της Ρωμιοσύνης, στον Μίκη της ανθρωπότητας, στον Μίκη του αγώνα για να ‘ναι λεύτερη η πατρίδα και πανανθρώπινη η λευτεριά.
Στον άνθρωπο που ύμνησε και τραγούδησε τους αγώνες, τους καημούς και τη μεγαλοσύνη της Ρωμιοσύνης.
Ό,τι και να πούμε εμείς σήμερα και αύριο για τον Μίκη είναι πολύ λίγο, γιατί έχουν μιλήσει γι’ αυτόν παγκόσμιες προσωπικότητες της τέχνης, του πολιτισμού, των γραμμάτων, της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, αλλά και όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες του 20ου αιώνα.
Θα επαναλάβω τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη που τα λέει όλα σε μια πρόταση: «Λογίζομαι ευτυχής που έτυχε να ζω στα ίδια χρόνια με τον Μίκη Θεοδωράκη».
Γιατί ο Μίκης μας δίδαξε να αγαπάμε τον τόπο μας, αλλά και όλους τους λαούς του κόσμου και να αγωνιζόμαστε για τον άνθρωπο, για την ειρήνη και το δίκιο, για να ‘ναι λεύτερη η πατρίδα και πανανθρώπινη η λευτεριά. Ο Μίκης πάντρεψε τη μουσική με την ποίηση και αφιέρωσε τη ζωή του στην τέχνη και στον διαρκή αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο, μια κοινωνία πιο δίκαιη χωρίς καταπίεση και εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, για την ειρήνη, την αδελφοσύνη των λαών και την αυτοδιάθεση των λαών.
Από 18 χρονών, όταν για πρώτη φορά συλλαμβάνεται και βασανίζεται απ’ τις κατοχικές δυνάμεις μετά τη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου του 1943, μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του όταν έγραψε το ιστορικό του άρθρο για την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, ο Μίκης δεν έπαψε να αγωνίζεται για την Ελλάδα και το δίκιο, για τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Μα πάνω απ’ όλα, όμως, χιλιοτραγούδησε τη Ρωμιοσύνη είτε διαλαλώντας «Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει», είτε δίνοντας ελπίδα με το «σώπα όπου να ‘ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», είτε υπενθυμίζοντας με αγωνιστικό πείσμα ότι «αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας», είτε καλώντας τους συνοδοιπόρους σε όλο τον κόσμο να δείξουν αλληλεγγύη με το «μη παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου». Γιατί ο Μίκης δεν ήταν μόνο θεωρητικός, ένας διανοούμενος, αλλά έζησε κάνοντας πράξη τα πιστεύω του και αγωνίστηκε για μια καλύτερη πατρίδα σε όλες τις ιστορικές περιόδους της χώρας, στην κατοχή, την αντίσταση, τον εμφύλιο, για Κυπριακό, το 114 με τους Λαμπράκηδες, στον αγώνα ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών, αλλά και στη σύγχρονη χούντα των τραπεζών και των μνημονίων.
Το ηθικό ανάστημα του μέγιστου αυτού ανθρώπου αποδεικνύεται από το γεγονός ότι παρότι πέρασε και βασανίστηκε σε πολλούς τόπους εξορίας και κυρίως στο κολαστήριο της Μακρονήσου, έγραψε και μελοποίησε το «Δυο γιούς είχες μανούλα μου… ο ένας για την ανατολή κι ο άλλος για τη δύση και συ στη μέση μοναχή κοιτάς ρωτάς τον ήλιο».
Χωρίς τον Μίκη δεν θα γνωρίζαμε τα αριστουργήματα των μεγάλων μας ποιητών, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου, του Γιώργου Σεφέρη, του Άγγελου Σικελιανού, του Τάσου Λειβαδίτη, του Κώστα Βάρναλη, αλλά και άλλων παγκόσμιων δημιουργών όπως του Πάμπλο Νερούδα, του Ναζίμ Χικμέτ και άλλων πολλών. Η μουσική του Μίκη δεμένη με την ποίηση έγινε η παγκόσμια γλώσσα που δονεί και κινητοποιεί τους απανταχού εξεγερμένους και καταπιεσμένους, τους λαούς που διεκδικούν και αγωνίζονται για μια καλύτερη θέση στον ήλιο. Τη Δραπετσώνα, το Σαββατόβραδο, τα τραγούδια του αγώνα, το άξιον εστί, τον επιτάφιο, τα τραγούδια της ρωμιοσύνης, και τόσα άλλα τραγουδάμε όχι μόνο εμείς αλλά και όλοι οι λαοί του κόσμου που παλεύουν για ένα αύριο πιο φωτεινό, για έναν ουρανό πιο γαλανό, για περισσότερο φως, από την Κύπρο μέχρι την Κούβα και απ’ την Χιλή μέχρι την Παλαιστίνη .
Οφείλουμε συνεπώς να ευγνωμονούμε το Μίκη γιατί μας έδειξε το δρόμο για να ανεβούμε λίγο ψηλότερα.
Οφείλουμε να συνεχίσουμε τον αγώνα του, μέχρι να δούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν και τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο, γιατί για να γυρίσει ο Ήλιος θέλει δουλειά πολύ.
Γιατί όπως έγραψε αποχαιρετώντας το Μίκη η αγαπημένη του φίλη Τζώρτζια, η σύντροφος του άλλου τρισμέγιστου Έλληνα, του φίλου και συντρόφου του, του αείμνηστου Μανώλη Γλέζου: «Ο Μίκης ήταν αυτός που δεν κουράστηκε κι αρνήθηκε να ξαποστάσει, σε πείσμα της ανέφικτης ουτοπίας, και για αυτό έμεινε στης Ιστορίας τα χαρτιά”.
Αθάνατος