Του ΗΛΙΑ ΜΠΙΤΣΑΝΗ*
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αξιοπρόσεκτη στροφή του ενδιαφέροντος στην τοπική ιστορία, τάση που αγκαλιάζει διαρκώς και περισσότερα στρώματα. Με διάφορους τρόπους καθημερινά διαπιστώνουμε την ανάγκη που αισθάνεται ο πολίτης να “σκαλίσει” το παρελθόν στον τόπο του, άλλοτε ως καταφυγή εν μέσω γενικευμένης κρίσης και άλλοτε ως σταθερό εφαλτήριο για το μέλλον. Η προσέγγιση του θέματος είτε ως δημόσια είτε ως προφορική ιστορία αγκαλιάζει πολλούς τομείς της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πορείας του τόπου. Μπορούμε να μιλήσουμε για την τοπική ιστορία μέσα από διάφορους δρόμους και ένας από αυτούς είναι τα κτήρια που στέγασαν και στεγάζουν ανθρώπους και την καθημερινή δραστηριότητά τους. Με τη διαμεσολάβηση της ιστορίας τα κτήρια αφηγούνται τη ζωή και την εξέλιξη της πόλης μέσα στο χρόνο και την τοποθετούν στο χώρο. Εξηγώντας με χειροπιαστό τρόπο και μέσα από ορατά σημάδια μύρια όσα μπορούν να περιλαμβάνουν γραπτές μελέτες πλήθους επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων.
Ο ΚΤΗΡΙΑΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
Η Καλαμάτα είχε την “τύχη” να διασωθούν στον οικιστικό της πυρήνα ένα πλήθος από κτήρια τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως “διατηρητέα”. Η τύχη σε εισαγωγικά έχει να κάνει με μια σειρά από παράγοντες. Αλλοτε η εμπορική χρήση, άλλοτε το πολύπλοκο ιδιοκτησιακό καθεστώς, άλλοτε η μικρή εμπορική αξία της περιοχής και κυρίως το “φρένο” που έβαλε η ανακήρυξη των κτηρίων σε διατηρητέα, διέσωσαν μεγάλο μέρος του κτηριακού πλούτου, της αρχιτεκτονικής και εν τέλει τυης ιστορικής κληρονομιάς της πόλης. Θα ήταν λάθος όμως να περιορίσουμε την αξία τη μαρτυρίας των κτηρίων σε αυτά που απλώς χαρακτηρίζουμε ως “διατηρητέα”. Και οι λόγοι είναι δύο:
Από τη μια πλευρά αυτή η ομάδα κτηρίων αναφέρεται σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους οι οποίες δεν καλύπτουν το σύνολο της διαδρομής που διέγραψε η νεότερη πόλη.
Και από την άλλη στον ιστορικό χρόνο κατασκευής τους και για αρκετά χρόνια αυτά αποτυπώνουν μόνο στην ιστορία των εύπορων οικογενειών της πόλης, τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις τους.
Έτσι η προσπάθεια που έχει ξεκινήσει από το “Kalamata 2030” αγκαλιάζει το σύνολο του κτηριακού πλούτου της πόλης, ακόμη και τα πλέον ταπεινά κτίσματα που έχουν διασωθεί στο διάβα του χρόνου σε όποια κατάσταση και αν βρίσκονται γιατί μπορούν να μιλήσουν για την πόλη και τους ανθρώπους της. Ανεξάρτητα από το χρόνο που έζησαν και δημιούργησαν και όσο γίνεται περισσότερο αντιπροσωπευτικά για την κοινωνική διαστρωμάτωση.
Η ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
Εν τάχει και συνοψίζοντας μια πορεία της πολεοδομικής εξέλιξης θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη “νόμιμη” πορεία ως μια πόλη που ξεκίνησε σαν μεγάλο χωριό γύρω από το κάστρο. Κατέβηκε πιο χαμηλά όσο περιοριζόταν ο ζωτικός χώρος του Νέδοντα. Αναπτύχθηκε κατά μήκος της λοφογραμμής από το κάστρο μέχρι τους Ταξιάρχες. Και στη συνέχεια απλώθηκε στην “μπαζωμένη” κοίτη κατά μήκος των αξόνων από βορρά προς νότο.
Η παλιά πόλη, τα Καλύβια της και η Ντουάνα με τα ταμπάκικα στη Δυτική Παραλία ήταν οι αρχικοί οικιστικοί πυρήνες που επεκτάθηκαν με επί μέρους ρυμοτομικά σχέδια αρχικά και συνολικά με το σχέδιο πόλης του 1905 που αποτέλεσε ουσιαστικά και τον “καταστατικό χάρτη” της πόλης την περίοδο που βρισκόταν στο απόγειό της η εξέλιξη του αστικού εκσυγχρονισμού της πόλης. Παράλληλα όμως σε αυτό το διάστημα υπάρχει συνεχής εισροή κατοίκων από τις ορεινές περιοχές και έτσι δημιουργούνται τα χωριά γύρω από την πόλη. Σε μια πόλη η οποία με την απογραφή του 1889 αριθμούσε 10.696 κατοίκους, τα Καλύβια είχαν 436, η Νέα Καλαμάτα (Παραλία) 697, τα Ταμπάκικα (Δυτική Παραλία) 72, του Αβραμιού 640, τα Μιχαλέικα 200, τα Γιαννιτζιάνικα 780. Στην επόμενη απογραφή του 1907 εμφανίζεται και η Πλεύνα με αξιόλογο πληθυσμό, 2.816 κάτοικοι μαζί με τα Καλύβια.
Ηδη βρισκόμαστε σε ένα σημείο που αποκαλύπτονται οι κοινωνικές αντιφάσεις: Δημιουργείται ένα σχέδιο πόλης μέσα από το οποίο “διατίθενται” χιλιάδες οικόπεδα αλλά οι καλαματιανοί που μπορούν να αγοράσουν και πολύ περισσότερο να κτίσουν σπίτια με στοιχειώδεις κανόνες, είναι ελάχιστοι. Και δεν είναι μόνον οι παλιοί κάτοικοι της πόλης, αλλά και πολλοί οι οποίοι συρρέουν από διάφορες περιοχές. Οι οποίοι για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες δημιουργούν την πρώτη γενιά αυθαιρέτων όπως ονομάστηκαν αργότερα σε διάφορες περιοχές, ακόμη και σε επαφή με το σχέδιο πόλης. Χτίζουν όπου του βγάλει ο δρόμος τους, που είναι και συγκεκριμένος: Αλαγόνιοι, Αρκάδες και άλλοι από τη Μεσσηνιακή ενδοχώρα συνήθως απαγγιάζουν δυτικά από το Νέδοντα καθώς εκεί οδηγούν οι δρόμοι-μονοπάτια εισόδου στην πόλη. Οι Μανιάτες δημιουργούν τους δικούς τους οικισμούς στην ανατολική πόλη, γύρω από το στρατόπεδο ή και νοτιότερα σε επαφή με το σχέδιο.
ΤΑ ΑΥΘΑΙΡΕΤΑ
Το φαινόμενο εκδηλώνεται έντονα από τα τέλη της δεκαετία του 1910 και ένα απόσπασμα από δημοσίευμα της εφημερίδας “Σημαία” το 1927 είναι απολύτως χαρακτηριστικό: “Οι θέλοντες να γίνουν μονιμώτεροι κάτοικοι των Καλαμών δεν οικοδομούν εντός του χώρου του περιλαμβανομένου εν τω εγκεκριμένω σχεδίω, αλλ’ ανήγειρον οικοδομήματα εκτός του σχεδίου και εντός της ζώνης. Χωρίς να ερωτούν κανένα, χωρίς να εφοδιάζονται με αδείας, χωρίς να σέβονται τίποτε. Αίφνης εντός της ζώνης και εκτός του σχεδίου της πόλεως απαγορεύεται η ανέγερσις πάσης οικοδομής. Η αρμόδιος υπηρεσία υποχρεούται να εκδίδη τοιαύτας αδείας, ως πράγματι δεν τας εκδίδει. Αλλ’ ως εξεθέσαμεν ανωτέρω, οι Νόμοι δεν έχουν καμίαν σημασίαν δια την μεσσηνιακήν πρωτεύουσαν. Αι απαγορευτικαί διαταγαί είναι ως να μη υπάρχουν. Κάθε συμπολίτης όταν θελήση, οικοδομεί ανενοχλήτως. Τοιουγτοτρόπως ενεφανίσθησαν κατά την τελευταίαν οκταετίαν συνοικισμοί, πυκνότατα κατωκημένοι εις την Ράχην, εκείθεν της πόλεως, μεταξύ Καλαμών και Γιαννιτσανίκων, όπισθεν του φρουρίου και αλλαχού. Τα ούτω ανεγερθέντα οικήματα κατά μετριώτερους υπολογισμούς υπερβαίνουν τα χίλια”. Φυσικά το πρόβλημα δεν ήταν η… νομιμοφροσύνη των οικιστών αλλά η οικονομική ανέχεια που δεν τους επέτρεπε τίποτε περισσότερο από ένα οικόπεδο ολίγων τετραγωνικών και ένα πρόχειρο κτίσμα για να βάλουν το κεφάλι τους μέσα.
ΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Περίπου παράλληλα στην πόλη καταφθάνουν χιλιάδες πρόσφυγες σε δύο φάσεις (1914 και 1922) οι οποίοι στεγάζονται σε ξύλινα παραπήγματα στον Κορδία, την Ανάληψη, τον Αβραμόγιαννη, την Ανατολική Παραλία, τη Φυτεία και αργότερα σε πέτρινους οικισμούς σε άλλες περιοχές όπως στην Πλεύνα και τον Αγιο Κωνσταντίνο.
Κάπως έτσι διαμορφώνεται και “γεμίζει” σταδιακά η πόλη η οποία ενιαιοποιείται και επεκτείνεται με το νέο σχέδιο της δεκαετίας του 1980 που είχε τη φιλοδοξία να λύσει οικιστικά ζητήματα δεκαετιών.
ΤΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΝ
Από τα χιλιάδες κτίσματα στα 200 χρόνια περίπου από την απελευθέρωση, ελάχιστα έχουν διασωθεί και τα περισσότερα από αυτά είναι εκείνα τα οποία δεν κατάφεραν να… κατεδαφιστούν. Ο σεισμός του 1986 αποτέλεσε και σημείο αναφοράς καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των φτωχικών σπιτιών έπαθε σημαντικότατες ζημιές, σχεδόν όλα κατεδαφίστηκαν. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ακόμη στις γειτονιές ορισμένα κτίσματα που θέλουμε να καταγραφούν και να αποτυπωθούν φωτογραφικά, να αναδειχθούν οι δικές τους ιστορίες του αγώνα για τη ζωή, των στερήσεων και της φτώχειας. Να τοποθετηθούν στην πλατφόρμα έτσι ώστε να αντηχήσουν από αυτή οι πιο διαφορετικές φωνές των ιστορικών εποχών που είχαν ζωή και έχουν να αφηγηθούν ενδεχομένως μικρά αλλά σημαντικά πράγματα.
Πολύ πρόχειρα θα έλεγα ότι ένα ασήμαντο αρχιτεκτονικά κτίσμα που σώθηκε επειδή απλώς ανήκε στο Δημόσιο, είναι αυτό στη συμβολή Βασ. Γεωργίου και Ακρίτα. Παλαιότερα έκανε μια εντύπωση γιατί απέξω είχε ένα τεράστιο ιατρικό σταυρό, τώρα έχει μπογιατιστεί. Και όμως από εκεί έχουν περάσει αμέτρητοι άνθρωποι των ανατολικών συνοικιών της πόλης καθώς ήταν το “τσιμπλάδικο” μετά τον πόλεμο, δηλαδή το αντιτραχωματικό ιατρείο καθώς στις φτωχές συνοικίες λόγω των συνθηκών υγιεινής έκαναν θραύση τα τραχώματα. Ενώ στη Δυτική Παραλία υπάρχουν ακόμη λείψανα παλιών προσφυγικών σπιτιών νεότερων εποχών που δεν έχουν ακόμη κατεδαφιστεί.
Φυσικά και σε αυτή την προσπάθεια των ανθρώπων του “Kalamata 2030” σημαντική θέση έχουν και πολλά κτίσματα που με μια πρώτη σκέψη θα προσπερνούσαμε αδιάφορα. Η πρώτη πολυκατοικία για παράδειγμα στην οδό Αριστομένους η οποία κατασκευάστηκε το 1963, δεν μπορεί παρά να είναι ένα ιστορικό κτήριο που σηματοδοτεί την αλλαγή εποχής και για την πόλη στον κατασκευαστικό τομέα. Υπάρχουν αρκετά κτίσματα που έχουν την υπογραφή σημαντικών αρχιτεκτόνων όπως ήταν ο συμπατριώτης μας Ηλίας Σκρουμπέλος. Κτίσματα τα οποία όχι μόνον έχουν θέση στην πλατφόρμα αλλά μπορούν να αποτελέσουν και στοιχεία διαδρομών καθώς δίνουν ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό αποτύπωμα.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΤΗΡΙΑ
Με την ευκαιρία θα επεσήμανα ότι υπάρχουν κτίσματα που μπορούμε να τα δούμε και από άλλη σκοπιά φωτίζοντας περιόδους της ιστορίας της πόλης. Η Αγία Βαρβάρα για παράδειγμα, είναι το μοναδικό δείγμα πλέον της άλλοτε κραταιάς βιομηχανίας Οίνων και Οινοπνευμάτων Ζαν και Ρος. Βρισκόταν στον περίβολο του εργοστασίου και ανεγέρθηκε μετά το 1918 όταν ανήμερα της Αγίας Βαρβάρας ξέσπασε πυρκαγιά και κινδύνεψε να ανατιναχθεί και να προκαλέσει τεράστιες καταστροφές λόγω των εύφλεκτων υλικών. Μπορεί να διηγηθεί αγωνίες, παρακλήσεις και μεγάλες απεργίες. Να συνδεθεί με τους μύλους, την ηλεκτρική (θέατρο), το μηχανοστάσιο του τρένου (διοικητήριο), το μηχανοστάσιο του τραμ (λέσχη αξιωματικών), το παγοποιείο (δικαστήρια), το ελαιουργείο-σαπωνοποιείο (1ο λύκειο), τις αποθήκες συσκευασίας (οδός Τσαμαδού), το σταθμό του τρένου, το λιμάνι σε μια ιστορική διαδρομή που προσδιορίζει και τη βιομηχανική περιοχή στο πρώο μισό του 20ου αιώνα.
Το κτήριο του “Πανελλήνιον” δεν είναι απλά ένας ιστορικός τόπος αναψυχής αλλά και τόπος μαρτυρίου κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής καθώς στα υπόγεια βασάνιζε η Γκεστάπο πατριώτες. Και λίγο πιο πέρα το κτήριο Φεραδούρου πέρα από την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική του έχει να μας πει ιστορίες κατοχής καθώς εκεί Ιταλοί και Γερμανοί είχαν εγκαταστήσει το διοικητήριο και κατάστρωναν τα σχέδιά τους.
Το Rex δεν είναι μόνον ένα ιστορικό ξενοδοχείο αλλά ένας χώρος που μιλάει για την πολιτική ιστορία του τόπου, έχει να διηγηθεί αμέτρητες ιστορίες πολιτικών που είχαν καταλύσει στα δωμάτιά του, να μας μιλήσει για τις κρίσιμες ημέρες τη απελευθέρωσης το Σεπτέμβρη του 1944.
Στην πλατφόρμα θα προσπαθήσουμε να συγκεντρώσουμε όλες τις ιστορίες που έφθασαν μέχρι τις μέρες μας και σε αυτό αποφασιστική μπορεί να είναι η βοήθεια των ανθρώπων που μπορούν να τις διηγηθούν. Χωρίς τη δική τους βοήθεια το εγχείρημα θα είναι ημιτελές.
Και χρειαζόμαστε όλες τις ιστορίες. Τα κτήρια δεν διηγούνται μόνο χαρές και γιορτές, αλλά πολλές φορές κλάμα και θρήνο. Δεν διηγούνται μόνον τους χορούς των κυριών αλλά και την ταλαιπωρία των δουλικών. Δεν διηγούνται μόνον χρήμα και μεγαλείο αλλά και στιγμές μεγάλης κοινωνικής σύγκρουσης, όταν οι λιμενεργάτες για παράδειγμα επιτέθηκαν μετά τις δολοφονίες συναδέλφων τους στα κτήρια που έμεναν οι μεγαλομέτοχοι των μύλων.
ΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ
Χρειάζομαστε και τις ιστορίες των κτηρίων που δεν υπάρχουν πλέον αλλά μπορούμε να προσδιορίσουμε τη θέση τους και να δείξουμε με εικόνες τι υπήρχε πριν από αυτό που βλέπουμε σήμερα. Στους Ταξιάρχες υπάρχει το 21ο Δημοτικό αλλά πριν από αυτό υπήρχαν οι στρατώνες, φυλακές, τα τάγματα ασφαλείας, το γυμνάσιο θηλέων. Μια ιστορία κάπου 150 χρόνων πίσω από ένα σχολείο που περνάμε ανυποψίαστα οι περισσότεροι, και ειδικά οι νεότεροι, δίπλα του.
Χρειαζόμαστε πολλά γιατί οι φωνές μέσα από τα κτήρια μπορούν να πουν πολλά. Μπορούν να αφηγηθούν την ιστορία της πόλης με το δικό τους τρόπο, είτε αυτοτελώς είτε μέσα από τη διασύνδεσή τους στο χώρο και το χρόνο.
Χρειαζόμαστε και ντοκουμέντα, φωτογραφίες και έγγραφα που μπορούν να μας ταξιδέψουν πίσω στο χρόνο και σε διαφορετικές στιγμές του. Γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα πλήθος τέτοιων στοιχείων σε οικογενειακές συλλογές. Και θα είναι χαρά μας οι συμπολίτες να ανοίξουν τα “σεντούκια της μνήμης” και να αποθέσουν τη δική τους συμβολή.
ΦΙΛΟΔΟΞΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΕΘΕΛΟΝΤΕΣ
Είναι αναμφισβήτητα ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο και αυτό το κάνει ενδιαφέρον. Δεν υπάρχει καμία βιασύνη ολοκλήρωσης, άλλωστε είναι δουλειά που απαιτεί μόχθο και εθελοντές που θα προθυμοποιηθούν να βοηθήσουν σε βάθος χρόνου. Ο εθελοντικός της χαρακτήρας είναι ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά αυτής της προσπάθειας. Οπως και η δυνατότητα που δίνει στον πολίτη για απευθείας και δωρεάν πρόσβαση σε όλο το υλικό που συγκεντρώνεται. Και φυσικά η ευχέρεια στον καθένα που μπορεί να προσθέσει ένα λιθαράκι στην ιστορία της πόλης, εκείνο που δεν γνωρίζουμε οι υπόλοιποι.
Προσωπικά εκφράζω τις ευχαριστίες μου στους ανθρώπους του “kalamata 2030” για την πρόσκληση να συμμετέχω ενεργά και συμβουλευτικά σε αυτή την υπόθεση. Που μπορεί και πρέπει να γίνει υπόθεση όλων των καλαματιανών που αγαπούν την ιστορία του τόπου, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη και αν βρίσκονται.
* Εισήγηση στην παρουσίαση του έργου “Οι Φωνές μέσα από τα Κτήρια – Η Ιστορία των κτηρίων της Καλαμάτας” (δείτε εδώ)