Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΠΛΗΤΤΕΙ
Γράφει ο Γιώργος Δημητρούλιας
Εκδότης «Το Αντίδοτο»,
τ. δημοτικός σύμβουλος Καλαμάτας
«Ουκ αγαθόν πολυκοιρανίη. Είς κοίρανος έστω, είς βασιλεύς».
– «Δεν είναι καλό να υπάρχει πολυαρχία. Πρέπει να υπάρχει ένας αρχηγός, ένας βασιλιάς».
Όμηρος, περ. 800-750 π.Χ., Ποιητής (Ιλιάδα Β’ 204)
Πριν από λίγο καιρό κατά την διάρκεια των τραγελαφικών περιστάσεων που είχαμε στην κηδεία του Βασιλέως Κωνσταντίνου, στην οποία αρκετοί Βασιλείς και Βασίλισσες παρευρέθηκαν, οι οποίοι είναι αρχηγοί ευρωπαϊκών κρατών και η «προοδευτική» μας κυβέρνηση για πολιτικές μικροσκοπιμότητες, όπως την συμβούλεψαν τα ορφανά του Σημίτη που μάζεψε, χαρακτήρισε ιδιωτική, συνέρρευσαν αρκετές χιλιάδες συμπολιτών μας αν και ήταν εργάσιμη ημέρα. Το αξιοπερίεργο ήταν ότι η συντριπτική πλειοψηφία ήταν ηλικιών που δεν γνώρισαν, ούτε έζησαν σε εποχή Βασιλείας. Γιατί λοιπόν ευρέθησαν εκεί;
«(…) η Γαλλία πλήττει».
Ο καθηγητής Παναγής Παναγιωτόπουλος στο βιβλίο του για τις «περιπέτειες της μεσαίας τάξης» γράφει: «Πρόκειται για μια έκφραση («… η Γαλλία πλήττει») του Λαμαρτίνου την οποία επαναλαμβάνει και οικειοποιείται η λόγια γαλλική εφημερίδα (Le Monde) με σκοπό να περιγράψει – και να σαρκάσει κάπως τον συναισθηματικό ορίζοντα μιας χώρας που μοιάζει να έχει απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα της εποχής της και να έχει προχωρήσει πέραν της συγκρουσιακής συνθήκης που την όριζε έως τώρα. Αυτή είναι λοιπόν η Γαλλία την άνοιξη του 1968. Μια χώρα που έχει εν πολλοίς «μεσοποιηθεί» με τα μεσοστρώματα – ακατανόμαστα μα πανταχού παρόντα μέσα από τον καταναλωτικό εποικισμό των προτύπων ζωής και την θεαματικοποίησή τους – να ηγούνται μιας νέας κοινής ζωής». (…) «Η απολαυστική εκκοσμίκευση της ειρηνικής ζωής, η καθησυχαστική επιτυχία αυτού του μοντέλου που δικαιότερα από ποτέ μοίραζε τα οφέλη της ανάπτυξης, είχαν την ευχάριστα πληκτική γεύση ενός μιλκσέικ θα μπορούσαμε να πούμε. Μια εξ Αμερικής ευδαιμονία της αργής και καθησυχαστικής στοματικής ρόφησης της γλυκιάς και φρουτώδους κρέμας σε διασκεδαστική συσκευασία που σερβίρεται σε τόπους του ελεύθερου χρόνου και μεταφέρει το βρεφικό θηλασμό σε ένα πλαίσιο ενήλικης επιβεβαίωσης χαράς και ασφάλειας. Η πλήξη είχε γίνει ήδη πολύ γρήγορα, λίγο παραπάνω από 25 χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο συναισθηματικός βιότοπος των νέων στρωμάτων. Ένα συναίσθημα ίδιο με αυτό που αργότερα έμελλε να είναι η «μεταμοντέρνα συνθήκη», μα κυρίως συναφές προς την εντύπωση ακατάσχετης προόδου και διαρκούς ασφάλειας.
Αυτή η πλήξη, και η ανυπόφορη ευταξία του συμμορφωμένου καταναλωτισμού και της γκωλικής συναίνεσης που κουβαλούσε, (σημείωση του υπογράφοντα: μήπως θυμίζουν την μητσοτακική Ελλάδα του σήμερα;) θα ερχόταν με τον Μάη του ’68 στη Γαλλία, και με άλλες διαδικασίες περισσότερο ή λιγότερο συγκρουσιακές αλλού, να δώσει την θέση της σε καινούργια συναισθήματα. Σε νέες εμπειρίες μεσαίων στρωμάτων, που πήγαιναν την μεσαία τάξη ακόμα πιο βαθιά στις βεβαιότητές της και ακόμα πιο μακριά από το παλιό συντηρητικό της πλαίσιο. Πιο κοντά όμως και στις εγγενείς της αντιφάσεις, οι οποίες το 1968 ήταν ακόμα αόρατες».
Στην ελληνική περίπτωση με λίγα λόγια με την οικονομική κρίση, ειδικά μετά την χρεωκοπία της «επανάστασης» από τα Αριστερά το 2015 και την επακόλουθη χρεωκοπία καθώς τα εισοδήματα συρρικνώθηκαν εντυπωσιακά, οι εμπειρίες της ζωής που βιώνουν από κοινού οι Έλληνες είναι ολοένα και λιγότερες. Το κοινό βίωμα της ελληνικής μεσαίας τάξης έχει διασπαστεί.
Ένας καινούργιος κόσμος γεννιέται!
Το τέλος της «κοινής μοίρας» της μεσαίας τάξης ξεκινά με την αποδυνάμωση της κρατικής προστασίας και την χρεωκοπία του ελληνικού δημοσίου. Το τέλος του κλασσικού δικομματισμού που επέφερε το 2012, συνεπάγεται και την ολοκληρωτική αμφισβήτηση της κοινής κοινωνικής εξέλιξης με την κρατική προστασία σε πολλούς. Συνέχισε με την περίοδο της πανδημίας και με τον ρωσο – ουκρανικό πόλεμο κατέρρευσαν και οι τελευταίες βεβαιότητες της προγενέστερης περιόδου. Η κοινωνική κινητικότητα και η κοινωνική εξέλιξη δεν θα είναι πλέον συλλογική και οι κίνδυνοι που θα έρθουν μελλοντικά θα αντιμετωπιστούν ατομικά. Η διολίσθηση στον ατομικισμό έρχεται να χωρίσει ακόμα περισσότερο εκείνους που τις προηγούμενες δεκαετίες ένιωθαν κοινωνικά ότι ανήκουν στην μεσαία τάξη και απολαμβάνουν κοινά βιώματα.
Η μεγάλη όμως διαφορά της ελληνικής μεσαίας τάξης με τις παρόμοιες των άλλων χωρών είναι ότι οι Έλληνες βρίσκονται πιο κοντά στις ρίζες τους, στα εθνικά όνειρα, όπως αυτά εκφράστηκαν με την Μεγάλη Ιδέα στον προηγούμενο αιώνα και εκφράστηκαν πάλι στα συλλαλητήρια για την Ελληνικότητα της Μακεδονίας, και δεν εξεγείρονται για καταναλωτικά αιτήματα, όπως τα κίτρινα γιλέκα που εξεγέρθηκαν για την υψηλή τιμή των καυσίμων στην Γαλλία.
Ένα από τα Εθνικά όνειρα που μας κράτησε ζωντανούς σαν Έθνος τόσες εκατοντάδες χρόνια δουλείας στους Ασιάτες που μας είχαν υπόδουλους ήταν ο μύθος του Μαρμαρωμένου Βασιλιά και η αναγέννηση του Έθνους που αυτός ο μύθος περιέκλειε.
Η Βασιλεία στην Ελληνική Παράδοση.
Ο Ιταλός φιλόσοφος Ιούλιος Έβολα γράφει: «Κάθε παραδοσιακός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από την παρουσία υπάρξεων, οι οποίες εξαιτίας της έμφυτης ή επίκτητης ανωτερότητας τους υπεράνω της ανθρώπινης κατάστασης, ενσαρκώνουν μέσα στην εγκόσμια τάξη την ζωντανή και αποτελεσματική παρουσία μιας δύναμης που έρχεται από επάνω». Και πιο κάτω «Παραδοσιακοί πολιτισμοί, αντίθετα με αυτούς των παρηκμασμένων και ύστερων χρόνων, αγνοούσαν την απλή πολιτική διάσταση της ανώτατης εξουσίας, όπως επίσης ότι οι ρίζες της εξουσίας βρίσκονται μόνο στην δύναμη, στην βία ή σε φυσικές ή κοσμικές ποιότητες όπως η ευφυία, η σοφία ή το φυσικό θάρρος και έδειχναν μικρό ενδιαφέρον για μαζική υλική ευημερία». (…) «Η ρίζα κάθε εγκόσμιας δύναμης ήταν η πνευματική εξουσία, η οποία ήταν σχεδόν μία «θεϊκή ουσία μεταμορφωμένη σε ανθρώπινη μορφή». (…) «Και οι Έλληνες βασιλείς του Δωρικού – Αχαιού κύκλου καλούνταν διοτρεψέες ή διογενέες ως ένδειξη της θεϊκής τους καταγωγής. Πέραν από την ποικιλία των μυθικών και θρησκευτικών εκφράσεων, η επαναλαμβανόμενη αντίληψη της βασιλείας εκφράζεται με όρους μιας «έμφυτης υπερβατικότητας» η οποία είναι παρούσα και ενεργητική μέσα στον κόσμο. Ο βασιλιάς – που πιστευότανε ότι ήταν μια ιερή ύπαρξη και όχι ένας άνθρωπος – σαν αποτέλεσμα της «ύπαρξής» του, ήταν ήδη το κέντρο και η κορυφή της κοινότητας. Σε αυτόν βρισκότανε επίσης η υπερφυσική δύναμη η οποία έκανε τις μυσταγωγικές λειτουργίες αποτελεσματικές». (…)
«Ενδιαφέρον αρκετά, το θέμα της «δόξας» σαν θεϊκό γνώρισμα εμφανίζεται ακόμα και στον Χριστιανισμό και σύμφωνα με την μυστική θεολογία, το θείο όραμα συμβαίνει μέσα στην «δόξα του Θεού». Η χριστιανική εικονογραφία συνήθιζε να απεικονίζει αυτήν την δόξα με ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του ανθρώπου, αναπαριστώντας έτσι ορατά το νόημα (…) της θεϊκής φλόγας, άλλοτε ζωοποιό, και άλλοτε επικίνδυνα καταστρεπτική». (…) «…ο βασιλιάς σαν ένας «γιός του ουρανού» θεωρείτο ότι είχε μη ανθρώπινες απαρχές, κατείχε την «εντολή εξ ουρανού», το οποίο υποδηλώνει την ιδέα μιας πραγματικής και υπερφυσικής δύναμης».
Ο «Περί βασιλείας» λόγος του Θωμά Μαγίστρου.
Είδαμε λοιπόν πως περιγράφει ο φιλόσοφος Έβολα την υπερφυσικότητα του Βασιλιά στην Χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ας δούμε τώρα πως περιγράφει τον άριστο Βασιλέα ένας λόγιος, ο οποίος εκφώνησε αυτές τις συμβουλές προς τον μονοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο την δεκαετία του 1320, όταν υπήρχε έντονη η Ελληνική Εθνική συνείδηση. Ο Θωμάς ο Μάγιστρος ήταν συγγραφέας και λόγιος από την Θεσσαλονίκη όπου γεννήθηκε περί του 1275 και πέθανε ως μοναχός με το όνομα Θεόδουλος, λίγο μετά το 1347.
Ξεκινά με την συμβουλή ότι αυτός που άρχει πρέπει να έχει δύο ιδανικά. Πρώτα να εξουσιάζει με τέτοιο τρόπο που να είναι για όλους επωφελέστατος και μετά οι εξουσιαζόμενοι να συγκατανεύουν τις αποφάσεις του. Αυτή η λαϊκή υποστήριξη ήταν τότε απαραίτητη γιατί σίγουρα θα είχε γίνει γνωστό η ταχύτατη κατάκτηση της Μικράς Ασίας από τους τούρκους που οφειλόταν εν μέρει και στην παντελή έλλειψη αντίστασης των εκεί υπηκόων.
Αφού τον παροτρύνει να είναι δίκαιος και να εξουσιάζει τα πάθη του γιατί είναι το πρότυπο μίμησης για τους υπηκόους του, τον συμβουλεύει να υπάρχει εθνικός στρατός και όχι μισθοφορικός ,γιατί η ευψυχία δεν συναντάται ποτέ σε μισθοφορικά στρατεύματα. Ο λόγος του Θωμά κλείνει με την παρότρυνση, που τη βλέπουμε σε όλο το έργο, να μοιάσει με τον Θεό, επιδιώκοντας την αρετή. Είναι η γνωστή θεωρία του Πλάτωνα για τον φιλόσοφο – βασιλιά.
Είναι η εποχή που χαρακτηρίζουμε ως Παλαιολόγια Αναγέννηση, στην οποία η ελληνική αρχαιότητα είναι παρούσα και την βλέπουμε σε όλο το έργο, όπου οι αναφορές σε πρόσωπα και συμβάντα της ελληνικής αρχαιότητας είναι εξαιρετικά συχνές και αυτό δείχνει το κλίμα αναβίωσης της κλασσικής αρχαιότητας στην Ύστερη Βυζαντινή εποχή.
Τελειώνοντας, το παραπάνω κείμενο παρουσιάζει μια άλλη όψη της ιστορίας και μια οπτική της πραγματικότητας, τελείως διαφορετική από την σύγχρονη. Βλέπει στην αρχαία γνώση όχι ένα προγενέστερο, κατώτερο στάδιο, που οδηγεί στην πρόοδο και στην εξέλιξη αλλά το αντίθετο, βλέπει μια βαθμιαία πνευματική συσκότιση, μια επιταχυνόμενη πτώση και μια απομάκρυνση από την αρχική φωτεινή πηγή.