Χρονογράφημα
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο Κώστας Κατσαρός, Κυπαρίσσιος ποιητής, υπήρξε σημαίνων, κληροδοτώντας μας πολύτιμα διαμάντια ποίησης. Βαθύ το αποτύπωμά του και στις μεταφράσεις ξένων ποιητών, κυρίως Ιταλών. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά και έχει αφήσει αρκετούς φιλοσοφικούς αφορισμούς.
Είπα παρακάμπτοντας την επικαιρότητα να ασχοληθώ μαζί του, όχι για τα “πόθεν” του, που δεν είχε, αλλά για τα “έσχες” της ποίησής του, που με τόση ποιητική μαεστρία, ταρακούνησε τα ατάραχα ύδατα του εφησυχασμού και της υποκρισίας εκείνης της εποχής και άνοιξε μαζί με τους συγχρόνους του ποιητές, καινούριους διαχρονικούς δρόμους. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνουν τρία ποιήματά του που επέλεξα από το έργο του, δείγμα δεινό της καλής γραφής του και της καινοτόμου ποίησής του.
ΑΚΙΝΗΣΙΑ. Ακινητούν τα πάντα αυτό το δείλι,/ η θάλασσα, τα πεύκα και τ’ αγέρι //. Τέλμα η καρδιά, η ψυχή. Βουβά τα χείλη / της ρέμβης καίει μονάχα τ’ αγιοκέρι //. Στης Βούλας τις βεράντες – μαύρη νιότη εσταυρωμένη -/ οι άρρωστοι θλιμμένοι / ακινητούν στο σιωπηλό δεσπότη, το στοχασμό /γλυκά παραδομένοι //. Μα εγώ πονώ φριχτά κι έχω σαράντα,/ αλί! τόσον καιρό θερμοκρασία//. Βαρέθηκα που ζω κι ακούω πάντα / να συνιστούν: Ακινησία, ακινησία! // Μάγισσα λες και Στρίγγλα αντάμα η λέξη τούτη/ το λογισμό μου τον θολώνει //. Σκιρτάς, τρελή καρδιά… Λες, πάει να φέξει/ μια νέα ημέρα αρχίζει, νέοι πόνοι//. Και θα δεχτώ μια τέτοια αυγή το Χάρο/ έτσι όπως θάμαι ακίνητος και ίσος,/ θα στείλουν να με πάρουν μ’ ένα κάρο/ κάπου για να με θάψουν, τότε ίσως / ναρθούν από συνήθεια τούτ’ οι λόγοι/ στα χελη τα πικρά μου και τα κρύα:// — Προσέχετε, καλοί μου καρολόγοι / μη μου χαλάσετε την ακινησία!//
ΕΝΑ ΧΕΡΙ. Το χέρι που άφησε να πέσει τη βόμβα στη Χιροσίμα/ που να ΄ναι τάχα σήμερα;/ Να γνέφει ακόμα φιλικά στους καλόκαρδους ανθρώπους/ ή να κρατά ένα τσιγάρο χωρίς να τρέμει;/ Ρωτώ μονάχα αν μπορεί να προσφέρει ένα τριαντάφυλλο σε μια κοπέλα/ ή να χαϊδεύει τα χρυσά μαλλιά ενός αθώου παιδιού//. Αν μπορεί να πιάνει όπως πρώτα το ιερό ψωμί/ και να σηκώνει ως τα χείλη ένα ποτήρι κρασί//. Ρωτώ αν μπορεί ν’ ανάβει ένα κερί στην εκκλησία,/ το σημείο του σταυρού αν μπορεί να κάνει//. Θέλω να μάθω αν στις πλατείες το γνωρίζουν, καθώς κυκλοφορεί/ τις Κυριακές μες στον ανύποπτο λαό//. Αν το γνωρίζουν χωρίς να τους πουν/κι αν μόνο στ’ άγγιγμά του/ αισθάνονται πως είναι εκείνο //. Να μπορεί τάχα να γράφει, ν’ αδράχνει το τσαπί/ να ισάρει το πανί μιας βάρκας ή να φυτεύει δέντρα;/ Κι ακόμη θέλω να μάθω, αν μπορεί να ξυπνά τη μουσική σ’ ένα πιάνο/ χαϊδεύοντας τα πλήκτρα//. Τίποτα δεν ξέρω. Μόνο σας ρωτώ:/ — Μπορείτε σεις να σφίξετε στο χέρι σας/ το χέρι που άφησε να πέσει τη βόμβα στη Χιροσίμα; //
ΙΟΝΙΟ. Πέλαγο, η κάθε ελπίδα μου εκινήθη/ στης γαλανής σου παρουσίας το πλαίσιο/ και το είδωλό της πήρε το θεσπέσιο/ γλαρά να κοιμηθεί στ’ αγνά σου βύθη//. Αχ, η ζωή που κάθε τι μ’ αρνήθη/ ας ήταν να μου στείλει τέλος αίσιο/ κοντά σου εδώ πνεύμα ασπαίρει εξαίσιο/ και σ’ όποιο ταπεινό σου ξερολίθι!// Πόθοι δε με πλανάν κι ονείρατα άλλα,/ η γεύση της ζωής πικρή κι αν ‘στάθη για μένα/ εσύ την κάνεις μέλι γάλα //. Ω ναι, και μες της Κόλασης τα βάθη/ τρισόλβιος θάμαι πούζησα κοντά σου/ κι έκλεισα στην ψυχή μου τ΄ όραμά σου.//