«Οι πολιτικές ελίτ είναι αυτοί που διαμορφώνουν την πραγματικότητα, αλλά μόνο οι πολιτιστικές ελίτ μπορούν να διατηρήσουν την ελπίδα».
Αντόνιο Γκράμσι
Του Γιώργου Δημητρούλια
Εκδότης «το Αντίδοτο»
«Όταν κάποιος μου μιλάει για τις ελίτ,
ξέρω ότι στέκομαι μπροστά σε έναν αδαή».
Emil Cioran
Η δήλωση αυτή του Ρουμάνου διανοούμενου και πρώην υποστηρικτή της Σιδηράς Φρουράς μπορεί να τεθεί στο πλαίσιο της διάκρισης μεταξύ πολιτικών και πολιτιστικών ελίτ. Ο Cioran, συχνά απαισιόδοξος, θεωρεί ότι οι πολιτικές ελίτ είναι συχνά ψευδαισθήσεις, βασισμένες σε συμφέροντα εξουσίας, συμβιβασμού και επιφανειακότητας.
Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά τις πολιτιστικές ελίτ, ο Cioran αναγνωρίζει ότι διατηρούν μια διάσταση αυθεντικότητας και τη δυνατότητα να συμβάλλουν στη βαθιά κατανόηση του κόσμου:
«Ο πολιτισμός είναι η μόνη πράξη ζωτικότητας και αντίστασης σε μια κοινωνία παρακμής».
Emil Cioran
Όπως παρατηρούμε οι δηλώσεις του Ρουμάνου διανοούμενου ταυτίζονται με αυτές του μαρξιστή φιλοσόφου και γ.γ. του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Αντόνιο Γκράμσι. Έτσι λοιπόν το καθεστώς της Μεταπολίτευσης που κυβερνά πενήντα χρόνια έχει σαν προτεραιότητά του την ιδεολογική ηγεμονία, η οποία διαμορφώνει την νοοτροπία της πλειοψηφίας των πολιτών.
Μια πτυχή αυτής της διαμόρφωσης, ίσως και η σπουδαιότερη είναι η κίνηση ιδεών που προκύπτει από τα βιβλία, τα οποία προτείνουν οι «καθώς πρέπει» εφημερίδες του συστήματος τις περιόδους των γιορτών. Παρατηρούμε ότι τίποτα δεν άλλαξε από την αρχή της περιόδου των 50 ετών της Μεταπολίτευσης και η σημαντική πολιτική αλλαγή που γίνεται σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος της Δύσης, στην Πατρίδα μας δεν έχει καμιά επιρροή τουλάχιστον στο καθεστώς του κοινοβουλίου σε όλο το πολιτικό του φάσμα.
Καθεστωτικό βιβλιοδρόμιο για τις γιορτές
Στις φετινές γιορτές των Χριστουγέννων και συγκεκριμένα στις 14 Δεκεμβρίου για ΤΑ ΝΕΑ και στις 15 Δεκεμβρίου για ΤΟ ΒΗΜΑ, που κινούνται ιδεολογικά στον ίδιο χώρο με την κυβέρνηση αλλά και την αντιπολίτευση, είχαμε ειδικά ένθετα προτεινόμενων νεοεκδιδόμενων βιβλίων με την ιδεοπολιτική ταυτότητα που προάγει το σύστημα.
Η woke ατζέντα έχει την τιμητική της σε όλα τα είδη των αναγνωσμάτων: οι λαθρομετανάστες συναντούν ακόμα και την αρχαία τραγωδία (στο βιβλίο η «Αντιγόνη στο Πεσκάρ»), αλλά και αναφορές για τους σκουρόχρωμους εγχώριους «ευπαθείς» κυνηγούς μετάλλων που πρέπει να ασκήσουν βία και να παρανομήσουν προκειμένου να επιβιώσουν. Η ελληνική woke αριστερή κουλτούρα δεν σταματά όμως εδώ. Στη συνέχεια έχουμε αναγνώσματα για την ομοφυλοφιλία και γενικότερα το queer στοιχείο, τον φεμινισμό και το σύγχρονο αριστερό αφήγημα της κλιματικής αλλαγής. Ασχολούνται όμως και με κοινωνιολογικά θέματα του πρόσφατου παρελθόντος αλλά και σύγχρονα. Οι ψευτοεπαναστάτες των Εξαρχείων «σε έναν κόσμο που καταρρέει» με νέους από προβληματικές οικογένειες που διοχετεύουν την οργή τους στα γήπεδα και σε άλλες παράνομες δραστηριότητες.
Σε όλων των ειδών τα βιβλία (λογοτεχνικών, αστυνομικών, ιστορικών, πολιτικών, δοκιμίων) που μιλούν για την Ελλάδα έχουμε το ίδιο αφήγημα το οποίο είναι και στήριγμα του καθεστώτος: η κακιά χούντα που πούλησε την Κύπρο, έτσι ήρθε η καλή Μεταπολίτευση η οποία τα έκανε όλα καλά, αλλά η αλόγιστη σπατάλη μας οδήγησε στα μνημόνια (τα βιβλία των σκληρών μνημονιακών της Μέρκελ και του Σόιμπλε που εκδόθηκαν πρόσφατα έρχονται να μας παρηγορήσουν), με τα οποία συνετιστήκαμε από τους ευρωπαίους τοκογλύφους. Όμως την ίδια στιγμή η ελληνική πολιτική τοποθετείται ενάντια στα άκρα μέσα από διάφορα βιβλία, δηλαδή την χούντα από την μία πλευρά και τα εγκλήματα των Δεκεμβριανών που έκανε το ΚΚΕ από την άλλη, και υπέρ της σταθερότητας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και του εκσυγχρονισμού που ξεκινά ιστορικά από τον Μαυροκορδάτο (όπως η μελέτη γι’ αυτόν της Λύντια Τρίχα που εκδόθηκε πρόσφατα) και φτάνει μέχρι σήμερα με τους «Αρχιτέκτονες του Πολιτεύματος» της μελέτης που εξέδωσε ο συστημικός καθηγητής κ. Νίκος Αλιβιζάτος.
Ειδικά στην ξένη λογοτεχνία έχουμε την ίδια καραμέλα που γλείφουμε από το τέλος του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου: οι ναζί που καταδιώκουν τους εβραίους και έρχονται οι Ρώσοι να τους σώσουν, εμφανίζεται κάπως έτσι σε πολλά έργα ξένων. Σήμερα όμως η ρωσική ηγεσία του Πούτιν που ηγείται και οδηγεί όλο τον σλαβικό κόσμο ασπάζεται την Ευρασιατική θεωρία που έγινε γνωστή στην Ελλάδα από τον Ντούγκιν και περιλαμβάνει τους δύο μεγαλύτερους εχθρούς του Ελληνισμού: τον πανσλαβισμό και το Ισλάμ.
Περνάμε τώρα στο φλέγον θέμα των ημερών που είναι η τεχνητή νοημοσύνη, η virtual reality και γενικότερα η προσομοίωση του φανταστικού με το πραγματικό που με το δαιδαλώδες πνεύμα των Ελλήνων που καλπάζει βρίσκουμε την τεχνητή νοημοσύνη ακόμη και σε αστυνομικά μυθιστορήματα, όπως το «Γένεσις» του Βασίλη Μπέκα. Όλο αυτό όμως είναι στην υπηρεσία του συστήματος που θα μας οδηγήσει σε μια «Άλλη Εδέμ» όπως λέγεται ο τίτλος του βιβλίου του Paul Harding, δηλαδή σε έναν ανθρώπινο αχταρμά.
Φυσικά δεν μπορούν να λείπουν τα βιβλία της αμερικανικής αντι- Τραμπ διανόησης που προέρχεται από την αμερικανική Αριστερά, όσο και ενάντια στις αμερικανικές Πατριωτικές ιδέες του κινήματος MAGA στις οποίες στέκονται απέναντι οι πολυπολιτισμικοί woke διανοούμενοι.
Τα βιβλία των συνεργατών του εκδοτικού ομίλου, πρώην ΔΟΛ, που παρουσιάζονται μέσα στο ένθετο των ΝΕΩΝ υποστηρίζουν μετά «θεϊκής μανίας» (αφού ο Μαλούχος στο βιβλίο του φτάνει να εξομολογεί το Θεό) την Μεταπολίτευση και την πολιτική του Κέντρου που εφαρμόζει ο Μητσοτάκης, επισημαίνοντας τους μελλοντικούς κινδύνους όπως τους αναφέρει στο νέο του βιβλίο ο Γεώργιος Σιακαντάρης.
Ο τελευταίος προτείνει και σχετικά αναγνώσματα, τα οποία βρίθουν με μαρξιστικές και άλλες αναλύσεις της κομμουνιστικής Αριστεράς, αλλά αναφέρει και την θεωρία της κλιματικής αλλαγής και φυσικά διάφορα αναγνώσματα ενάντια στα άκρα.
Ένας κόσμος σε μετάβαση
Όμως την ίδια στιγμή, δύο καλλιτέχνες, ένας από τα Αριστερά και ο άλλος από τα Δεξιά, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Σταμάτης Φασουλής και ο συνθέτης Μάνος Χατζηδάκης, έχουν διαφορετική άποψη.
Ο Σταμάτης Φασουλής μιλώντας για την εποχή που ζωντανεύει το έργο που ανεβάζει αυτήν την περίοδο «Η Δεξιά, η Αριστερά και ο κυρ-Παντελής» λέει: «Οι ιδεολογίες επηρεάζουν τις μεγάλες στιγμές, αλλά τις συνειδητοποιούμε από τις μικρές στιγμές στο σπίτι μας. Γιατί το άλλο είναι κάτι αφηρημένο, ενώ η καθημερινότητα είναι ζωή. Είναι άγχος το να είσαι ανάμεσα σε δύο πολιτικές αντιθέσεις. Είναι βάρος. Αυτή τη στιγμή είμαι πολιτικά άστεγος. Είναι βάρος το να μην ξέρεις με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις. Αλλά πιστεύω ότι το αισθάνονται πολλοί Έλληνες αυτή τη στιγμή αυτό. Απόδειξη, όλα αυτά τα μικρά κόμματα που δεν τα είχαμε ποτέ. Δεν έχει κατασταλάξει ο κόσμος, δεν ξέρει τι να κάνει, που να πάει. Είμαστε σε μια πολύ μεταβατική περίοδο, γιατί μαζί μας αλλάζει και ο κόσμος. Ο μικρόκοσμος της Ελλάδας είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στον Τραμπ, στην Ουκρανία, στη Γάζα και σε όλη τη Μέση Ανατολή. Είναι ένα τρίγωνο του θανάτου. Δεν ξέρουμε τι μας περιμένει, οπότε γι’ αυτό δεν θέλω να λέω θέσφατα. Είμαι αναποφάσιστος εντελώς». (…) «Νομίζω ότι με την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ τελείωσε η μετεμφυλιακή περίοδος», εδώ εννοεί τον διχασμό μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς που ταλαιπώρησε την χώρα. «Δόξα τω Θεώ, τελείωσαν τα ψέματα και απ’ τη μια μεριά και απ’ την άλλη. Γιατί για τους άλλους, τους δεξιούς, ξέραμε τα πάντα και ήταν δίπλα μας. Η Αριστερά είχε ένα πέπλο μυστηρίου. Είχε το αβαντάζ του αδικημένου ή του διωκόμενου, του κατατρεγμένου, που ήταν πολύ θελκτικό για όλους μας. Τώρα έπεσε αυτό το πέπλο και είδαμε κι απ’ εκεί τα πράγματα πώς είναι και δεν μπορώ να πω τα καλύτερα. Νομίζαμε ότι αυτό θα γινόταν το ’89 με την κατάρρευση του Τείχους, αλλά συνέβη τώρα».
Στο βιβλίο του «Τα σχόλια του τρίτου» που επανακυκλοφορεί με ότι είπε την χρονική περίοδο 1979-1980 όταν σχολίαζε στο ραδιοφωνικό Τρίτο Πρόγραμμα ο Μάνος Χατζηδάκης περιγράφει την βαθιά σήψη της κοινωνίας που ήρθε με την Μεταπολίτευση η οποία οδηγεί στην υπόγεια παρακμή του ανθρώπου και της οικογένειας, που διαπερνά τις συνθήκες διαβίωσης, αλλά και τις συναισθηματικές σχέσεις, για να οδηγήσει στον αφανισμό και την δουλοπρέπεια τον σύγχρονο Έλληνα, μεταξύ άλλων αναφέρει: «Λοιπόν τι να μιλήσω και τι να πω; Ανήκω στους μελλοντικά απερχόμενους και δεν λυπάμαι πια γι’ αυτό. Το θέλω. Αυτοί που δεν το θέλουν είναι ανυποψίαστοι» (…) «Δεν συμπαθώ βέβαια τους επερχόμενους, κι όχι γιατί δεν μ’ έχουνε μαζί τους. Ίσως γιατί στο πρόσωπό τους αναγνωρίζω μιαν ανεπαίσθητη ασκήμια, που τους χαράζει η άγνοια περί τα κοινά, περί τ’ ανθρώπινα και περί όσα θα συμβούν μελλοντικώς – που θα ‘ναι και οι ίδιοι υπεύθυνοι κι ανεύθυνοι μαζί».