Ενάντια στις μαρξιστικές και νεοφιλελεύθερες ερμηνείες της Εθνικής μας ιστορίας
«Σοφόν το σαφές».
Χίλων ο Λακεδαιμόνιος (600 – 520 π.χ.) ένας από τους επτά
σοφούς της αρχαίας Ελλάδας.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑΣ
Εκδότης «το Αντίδοτο»,
τέως δημοτικός σύμβουλος Καλαμάτας
Η επέτειος των διακοσίων ετών της επιτυχημένης Εθνικής μας Επανάστασης έφερε όλο τον Ελληνισμό που βρίσκεται απανταχού της γης πιο κοντά στην γνώση της ιστορίας μας και κατ’ επέκταση στο εθνικό του κέντρο. Είχε και έχει όμως μια αρνητική παράμετρο: οι περισσότεροι έμαθαν για την ερμηνεία της Εθνεγερσίας μας μέσα από τις οθόνες των χαζοκουτιών (τηλεοράσεις και ηλεκτρονικοί υπολογιστές) που ανάμεσα από την προβολή καταναλωτικών προϊόντων πρόβαλαν την άποψη των ελίτ που εξουσιάζουν, όχι μόνο αυτήν την χώρα, αλλά και παγκόσμια, δημιουργώντας έναν σύγχρονο άνθρωπο βυθισμένο στους καταναλωτικούς παραδείσους αυτού του κόσμου, όπως ακριβώς δημιουργούν στην Ανατολή τους ισλαμιστές τρομοκράτες με την μόνη διαφορά ότι αυτοί αναζητούν τους παραδείσους στον άλλο κόσμο.
Παίζοντας με τις λέξεις και τις ερμηνείες.
Στο παρελθόν οι Έλληνες μαρξιστές ιστορικοί επέμεναν πάντοτε να αναδεικνύουν τις ταξικές αντιθέσεις προκειμένου να ερμηνεύσουν την ιστορία, έτσι για την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο κατέληξαν στο σχήμα: λαϊκές δυνάμεις + εθνική αστική τάξη + κλεφταρματωλοί + διαφωτιστές λόγιοι απέναντι: στην Εκκλησία + κοτζαμπάσηδες + μεγαλέμποροι + συντηρητικοί εκκλησιαστικοί διανοούμενοι.
Τα τελευταία χρόνια αμβλύνεται η οπτική των ταξικών αντιθέσεων, η οποία χρεωκοπεί μαζί με την μαρξιστική ιδεολογία, και έχουμε μια νεοφιλελελεύθερη, αριστερή ή δεξιά, οπτική που δίνει έμφαση στην αντίθεση «Διαφωτισμός» και «Εκκλησία», «πρόοδος» και «σκοταδισμός».
Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις εσωτερικές ενδοελληνικές συγκρούσεις πρέπει να περιγράψουμε ακριβώς τους τρεις κυρίαρχους πόλους στην διοίκηση των κοινών κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας. Ο πρώτος είναι η Εκκλησία ο οποίος κατά τους πρώτους χρόνους της δουλείας είχε την αποκλειστική εκπροσώπηση των ραγιάδων απέναντι στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από τους γαιοκτήμονες και μεγαλεμπόρους, από τους οποίους εκλέγονταν οι προεστοί-κοτζαμπάσηδες. Τέλος η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει την «λαϊκή» μερίδα δηλαδή τους εσναφλήδες (συνεταιριστές) , τους Καπετάνιους μαζί με τους επαγγελματίες στρατιωτικούς (Μανιάτες), μικροκαραβοκύρηδες στα ναυτικά κέντρα και η οποία συμπαρασύρει τους ναυτικούς στα νησιά, ακόμη και τους αγρότες. Αυτοί αποκτούν μεγάλη δύναμη τον 18ο αιώνα και ιδιαίτερα τον 19ο. Αυτοί οι τρεις πόλοι άλλοτε αντιμάχονται μεταξύ τους, άλλοτε συνάπτουν συμμαχίες.
Διαφωτισμός ή Φωτισμός του Γένους;
Σύμφωνα με τον Πασχάλη Κιτρομηλίδη στο βιβλίο του για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, δηλαδή η περίοδος της ελληνικής Αναγέννησης, ορίζει την «υποδοχή του Διαφωτισμού στην πνευματική ζωή της ελληνικής Ανατολής κατά την διαδρομή του ευρύτερου δέκατου όγδοου αιώνα», ότι είναι ένα φαινόμενο που οφείλεται αποκλειστικά στην διείσδυση των ευρωπαϊκών ιδεών στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα σχήμα που προσπαθεί να δει την Ελληνική Επανάσταση σύμφωνα με την Γαλλική που είναι η συμμαχία των αστών και των λαϊκών στρωμάτων εναντίον των ευγενών και της Εκκλησίας.
Εδώ οι συμμαχίες είναι αντίστροφες γιατί κατ’ αρχήν δεν έχουμε μια τάξη Ελλήνων ευγενών και αριστοκρατών σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον και μόνο η Σμύρνη με την Χίο, η Πόλη με τις 30 οικογένειες των Φαναριωτών που κυβερνούσαν τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες πλησίαζαν σε αυτό το μοντέλο και ήταν επηρεασμένες σε κάποιον βαθμό με τις ιδέες του Διαφωτισμού, αφού κυριαρχούν στις σχολές των περιοχών αυτών οι διαφωτιστές οπαδοί του αριστοκράτη Κοραή, που καταγόταν από την Σμύρνη. Στην Ελληνική περίπτωση η αντιπαράθεση «εκσυγχρονιστών» και ολιγαρχών εμπόρων με τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα οδηγούν τα τελευταία να συμμαχήσουν με τις τοπικές παραδοσιακές δυνάμεις εναντίον των «ολιγαρχικών διαφωτιστών».
Ελευθερία από την τυραννία των τούρκων και οι νεοφιλελεύθεροι διανοούμενοι.
Ο νεοελληνικός φωτισμός αποτελεί ένα εγχώριο γεγονός που συναντάται με τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό από τον οποίο επηρεάστηκαν σε κάποια σημεία ορισμένοι εγχώριοι διανοούμενοι. Μάλιστα ο Κ.Θ. Δημαράς μιλάει στα πλαίσια της Εθνεγερσίας για «μια συνάντηση» της «ελληνικής λογιοσύνης με τον Διαφωτισμό». Θα λέγαμε ότι αυτό είναι κάτι το φυσιολογικό. Η προτεσταντική εκδοχή του Χριστιανισμού ήταν η πλέον πρόσφορη στο πνεύμα του Διαφωτισμού και του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού. Επιχειρούσε στην ατομοκεντρική σχέση του ανθρώπου με τα θεία και την απελευθέρωση της θρησκείας από τις συλλογικές τελετουργίες που συνιστούν εμπόδιο στον καπιταλισμό. Η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα θαύματα, το βάρος των Χριστιανικών εορτών, η αντικαπιταλιστική παραδοσιοκεντρική ιδεολογία της, η επικέντρωση της κοινωνικής ζωής γύρω από την Εκκλησία και κυρίως η ύπαρξη και η διαιώνιση μιας εκκλησιαστικής ιεραρχίας που συνδέει τον Χριστιανισμό με αρχέγονες μορφές θρησκευτικότητας και λατρείας, αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν έναν «αναχρονισμό» για τον καπιταλισμό και τον Διαφωτισμό.
Στην Ελλάδα η Ορθοδοξία αποτελούσε το καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας του λαού απέναντι σε αλλόθρησκους κατακτητές, ο αντικληρικαλισμός υπήρξε ένα περιθωριακό φαινόμενο, παρά την ισχυρή του παρουσία κάποτε στις ντόπιες ελίτ. Αυτό το βλέπουμε στα απομνημονεύματα των οπλαρχηγών, στις πρώτες Εθνικές Συνελεύσεις, στην ταύτιση μεγάλων Εθνικών γεγονότων με θρησκευτικές εορτές (ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας συμβολικά την ημέρα του Σταυρού), στο πολυεθνικό κράτος του Ρήγα που ήταν μια ανασύσταση της ύστερης Ελληνοβυζαντινής Αυτοκρατορίας με σύμβολο τον Σταυρό που θα μιλούσαν όλοι ελληνικά και ακόμα το βλέπουμε σε εξέχοντες διαφωτιστές, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρις που υποστήριζε την ύπαρξη Χριστιανικών θαυμάτων, αλλά και ο ίδιος ο Κοραής όταν αναφέρει στην «Αδελφική Διδασκαλία» την καταγωγή των Αγαρηνών (τούρκων) από την Άγαρ της Παλαιάς Διαθήκης.
Η θέληση της Ελευθερίας όμως ήταν κοινή: να απαλλαγούν από τον τούρκο δυνάστη.
Πραγματικότητα και Παράδοση.
Η πραγματικότητα μας δείχνει ένα σχήμα εντελώς διαφορετικό από το συστημικό. Αυτοί που επηρεάζονται από τις ιδέες Διαφωτισμού είναι η άρχουσα ελίτ του Γένους αντίθετα με τον λαό, τα φτωχότερα στρώματα των δασκάλων και του κλήρου, τους αγρότες και τις συντεχνίες. Συχνά ο λαός εμφανίζεται πιο κοντά στην παραδοσιακή ιδεολογία και είναι έντονα αντιδυτικός. Γι’ αυτό και η βασική του ιδεολογική αναφορά παραμένει η Ορθοδοξία και η εκκλησιαστική ιδεολογία, γεγονός που υποχρεώνει ακόμα και τους ανώτερους ιεράρχες, παρά τους δεσμούς τους με την άρχουσα ελίτ, να ελίσσονται ανάμεσα στις διαφορετικές αντιμαχόμενες πτέρυγες και συχνά να έρχονται σε αντίθεση με αυτές.
Η παράδοση δεν μπορούσε στις συνθήκες της σκλαβιάς και της ανακοπής της ομαλής εξέλιξης του Ελληνισμού που συμβαίνει στην υστεροβυζαντινή περίοδο να προβάλει ένα σύγχρονο πρόταγμα μετά την Επανάσταση. Η παράδοση προοριζόταν στην διάσωση του ήθους και της ταυτότητας του υπόδουλου Ελληνισμού. Αυτή θα είναι που για τέσσερις αιώνες θα συντηρήσει το γένος και θα του επιτρέψει να αντέξει όλες τις περιπέτειες της μακραίωνης σκλαβιάς από Ανατολή και Δύση.
Σημαντικό παραμένει, ακόμα και σήμερα, ότι αποδέχονται οι Δυτικοί που σε αυτούς προσανατολιζόμαστε και αυτοί αναγνωρίζουν μόνο την αρχαιότητα, όχι το Ελληνορθόδοξο Βυζάντιο που απεχθάνονται. Κατά συνέπεια ο Έλληνας λόγιος του χθες και ο σημερινός διανοούμενος πρέπει «να μισεί τον εαυτό του», την βυζαντινή ορθόδοξη παράδοσή του, η οποία δεν μπορεί να φέρει σήμερα πρακτικά αποτελέσματα, αλλά είναι υπαρκτή και συγκροτεί την ταυτότητά του.