Σπεύδω εξαρχής να σημειώσω πως τόσο η οικουμενική μεγαλοσύνη του Μίκη Θεοδωράκη —είτε αφορά τραγούδια είτε λαϊκά ορατόρια, όπερες και συμφωνική μουσική— όσο η πολιτική και κοινωνική του δράση, αναδύονται από τον πυρήνα της εκλεπτυσμένης φιλοσοφικής του σκέψης, η οποία δεν είναι άλλη απο την Συμπαντική Αρμονία. Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη ενσαρκώνει μια περίπλοκη συμπαντική κοσμο-γεωγραφία επί της οποίας ο βαθύτατος (ανα)στοχασμός του νοηματοδοτεί συνειδητά κοινωνικές, πνευματικές, πολιτισμικές, μουσικές και πολιτικές ιδιότητες και διεργασίες. Γι` αυτό το λόγο θεωρώ ότι είναι ουσιώδες να τοποθετήσουμε το φαινόμενο Θεοδωράκη στην αληθινή του διάσταση. Να μελετήσουμε σοβαρά και με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τη σύλληψη της συμπαντικής αρμονίας ως την κατ` ουσία αρχή της ενεργοποίησης του συνολικού έργου του.
Αυτήν ακριβώς την ανάγκη διαπίστωσα όλα τα χρόνια της φιλίας μας. Μολοταύτα, το συνειδητοποίησα πιο έντονα την περίοδο που αποφασίσαμε να συγγράψουμε τη Διαλεκτική της Αρμονίας (Μ. Θεοδωράκης & Κ. Γουλιάμος, 2018), η οποία εκδόθηκε απο τον Gutenberg. Έτσι κατέληξα —έχοντας ως αφετηρία το αντίρροπο πεδίο των δυνάμεων του νεωτερικού ελληνισμού— σ` έναν συμπληρωματικού χαρακτήρα συλλογισμό: από τον Δ. Σολωμό μάθαμε πώς να εκφραζόμαστε, από τον Μ. Θεοδωράκη πώς να στοχαζόμαστε.
Ο Μίκης, αποδεχόμενος από τη νεανική του ηλικία την αξία μιας κεφαλαιώδους κληρονομιάς του ελληνισμού, υιοθετεί τις θεωρίες του Φιλόλαου περί περάτων και απείρων, του Ηράκλειτου για τον Λόγο, του Αναξίμανδρου για το άπειρο, την Πυθαγόρεια θεωρία των αριθμών που εκτείνονταν σε όλα τα πεδία της εξέλιξης των ιδεών, από τη γνώση και την αισθητική μέχρι τη μουσική και την πολιτική. Θα υπογράμμιζα δε πως η όλη δημόσια, μουσική και πνευματική αγωγή του Θεοδωράκη απηχεί αυτήν ακριβώς την πυθαγόρεια παράδοση που όχι μόνο συμφιλιώνει τις αντίρροπες αρχές του κάθε όντος, αλλά και που με την αρχή της αρμονίας και της αναλογίας συνενώνει τ` αντίδρομα στοιχεία: «Με απασχολούσε πέρα από τη μουσική, η μεταφυσική, η θρησκεία και η φιλοσοφία. Συνειδητοποιούσα ότι είμαι ένα απειροελάχιστο όμως ενεργητικό μόριο του Σύμπαντος, αφού έχω την ιδιότητα να αντανακλώ δημιουργικά το Νόμο της Συμπαντικής αρμονίας και επομένως να συμμετέχω για όσο διάστημα θα υπάρχω σ` αυτήν την αέναη κίνηση του διαρκούς αρμονικού γίγνεσθαι» (Μ. Θεοδωράκης, 2009).
Στο μεταξύ, η έλευση αυταρχικών φαινομένων στην μετεμφυλιακή εποχή με τη συνακόλουθη παρακμή της δημόσιας σφαίρας, η κατάλυση δημοκρατικών θεσμών, η εισαγωγή αλλά και κατίσχυση της εργαλειακής ορθολογικότητας κατά τούς μεταπολιτευτικούς χρόνους και, βέβαια, η αγοραία εκδοχή και υποβάθμιση της πολιτικής, δημιουργούν τον πυρήνα (ανα)στοχασμού του Θεοδωράκη περί συμπαντικής αρμονίας. Έννοια σαφώς αδιαχώριστη από ιδεολογικές συνδηλώσεις, καθώς —άμεσα ή έμμεσα— υποδηλοί την πεμπτουσία μιας γνωσιολογίας με επίκεντρο το ζήτημα και το ζητούμενο της απελευθέρωσης του ανθρώπου και της κοινωνίας.
Η συμπαντική αρμονία του Μίκη Θεοδωράκη αποκτά νόημα αφενός συνώνυμο με την εξύψωση και την ενέργεια της πνευματικής δημιουργίας, αφετέρου ταυτόσημο με την αισθητοποίηση του λόγου και της μορφής μέσω της ενεργοποίησης των οντολογικών δυνατοτήτων της στοχαστικής φαντασίας. Εν προκειμένω, ο συνθέτης υπολαμβάνει την προσπέλαση μιας βαθύτερης λογικής της φαντασίας και της κοινωνικής συνείδησης ως οντολογική περιοχή δυνατοτήτων. Κατά τον Δόικο (2014), η δυναμική οντολογία αποτελεί τον χωροχρόνο της στοχαστικής φαντασίας. Στον Θεοδωράκη η εμβάθυνση στη φύση της λογικής και στοχαστικής φαντασίας είναι δυνητικά ή/και εν δυνάμει αναγκαία καθότι αντιστοιχεί στο ευρύτερο locus της συμπαντικής αρμονίας, εντός του οποίου συντελείται η μορφοποίηση ενός διαρκούς αρμονικού γίγνεσθαι αλλά και η μετουσίωση της δημιουργίας σε ηθική υπόσταση του ανθρώπου.
Γενικά, ο Θεοδωράκης διαβλέπει στη στοχαστική φαντασία την οντολογική ενεργοποίηση και δυνητικοποίηση για τη μετάβαση από τη διαφορετικότητα στην μοναδικότητα (Μ. Θεοδωράκης & Κ. Γουλιάμος, 2018), διατυπώνοντας έναν προσανατολισμό διαδοχικά παράλληλων μεν πλην όμως αλληλοσυνδεόμενων πεδίων και δράσεων όπου πολιτική, μουσική, τέχνη, αισθητική τελούν υπό το πρίσμα της συμπαντικής αρμονίας : «Ζω και υπάρχω μόνο όταν συντονίζομαι με το βασικό Νόμο της Συμπαντικής Αρμονίας, οπότε γίνομαι ένα υπαρκτό και δραστήριο μόριο, καθώς η ατομική και ασήμαντη καμπύλη του χρόνου που μου δόθηκε θα αξιωθεί να ενωθεί με το άπειρο, το ακατανόητο το εν, το γαλάζιο αιθέρα και το βόμβο των σφαιρών» (Μ. Θεοδωράκης, 2009).
Ο οξυδερκής (ανα)στοχασμός, όσο και η διορατική νεοπυθαγόρεια θεωρία του Θεοδωράκη αναδιατυπώνει ουσιωδώς το σημασιολογικό χαρακτήρα της συμπαντικής αρμονίας : «η πεμπτουσία της Γνώσης έγκειται στην αποκάλυψη των αντιθέσεων μέσα στις οποίες γεννήθηκε ο Κόσμος… Όλα τα αντίθετα είναι όμοια. Χάος και Αρμονία, Ζωή και Θάνατος, Μηδέν και Άπειρο αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος» (Μ. Θεοδωράκης, 2009).
Σε αυτή τη θεωρία τα πάντα απορρέουν από τον συμπαντικό κόσμο. Η αρμονία και το χάος —αντίρροπα στοιχεία— αποτελούν απορροές της συμπαντικής αρμονίας, στην οποία ο συνθέτης αποδίδει ακόμα και πολιτικές διαστάσεις, προτάσσοντας στη συλλογιστική του την οργανική ολότητα των δράσεων και των ιδανικών της ελευθερίας και της δημοκρατίας ως σύνθεση και βίωση της αρμονίας. Ακόμα και η πρόσληψη κάθε πνευματικού έργου —όπως και η σύλληψη κάθε φαινομένου κουλτούρας αλλά και κοινωνικής και πολιτικής δράσης—, απαιτεί και προϋποθέτει την οντολογική εκδοχή της διαλεκτικής της αρμονίας. Πρόδηλα όλη αυτή η προσέγγιση υποδεικνύει πως δεν έχουμε να κάνουμε μ’ έναν τελετουργικό τύπο ή μια αναλυτική επινόηση αλλά με μια διαλεκτική σύλληψη και ερμηνεία. Σύμφωνα μάλιστα με τον Λαμπρέλλη (2018) «μετά την πλατωνική διαλεκτική, μετά την μαρξιστική διαλεκτική, αλλά και μετά την αρνητική διαλεκτική του Adorno , έχουμε μια ακόμα, εξίσου πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα εκδοχή της διαλεκτικής : τη διαλεκτική της αρμονίας».
Θεωρώ πως η πολύτροπη διαλεκτική της αρμονίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ένα ευάγωγο (μολονότι δύσκολο) κίνημα και, συνάμα, ρηξικέλευθο πέρασμα απο τη νηπιακή ηλικία της ανθρωπότητας —ήτοι, την περίοδο της λογικής της γνώσης— στην αφετηρία της περιόδου του απολύτως ελεύθερου ανθρώπου που, σύμφωνα με τον Θεοδωράκη, είναι η περίοδος της λογικής τής φαντασίας. Σε αυτή την αξιολογική μετάβαση ο Θεοδωράκης επιχειρεί και ενσωματώνει μια φιλοσοφική θεώρηση της ελληνικότητας, όντας πεπεισμένος για την ικανότητα και δυνατότητα της νεοελληνικής πολιτισμικής συνείδησης να δημιουργήσει συνθήκες απεμπλοκής από τις όποιες (αυτο)παγιδεύσεις μορφών υποτέλειας, δουλείας και εθελοδουλείας.
Ιδιαίτερα σε μια εποχή «τεχνοφεουδαρχίας», όπου επιχειρείται η αποστείρωση της κοινωνίας και η αποδόμηση του κράτους μέσω ψηφιακών μηχανισμών (Gouliamos, 1997), σε μια περίοδο αγριότητας του πολιτισμού, στην οποία κυριαρχεί ο κόσμος του χάους και του μηδενισμού, ο Θεοδωράκης (1989 & 2016) προβάλλει την πεμπτουσία της φιλοσοφίας του για τον βιόκοσμο, την κοινωνία, την πολιτική, τον πολιτισμό και την Ελλάδα. Ο ίδιος δε στον πρόλογό του στο βιβλίο της Α. Βούλγαρη (2016) σημείωνε πως η θεωρία του βοηθά αποτελεσματικά την κατανόηση της στάσης του μέσα στον σύγχρονο κόσμο και κυρίως μέσα στη σημερινή Ελλάδα. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στην Ελλάδα είναι γνωστό το κείμενό του, το οποίο μαζί με δύο άλλα του Κοντογιώργη αποτέλεσαν το σώμα του βιβλίου Ελληνικότητα και Διανόηση (2007). Στο εν λόγω πόνημα διατυπώνεται, μεταξύ άλλων, η θέση περί των «κοινοτήτων» στην Τουρκοκρατία ως αδιάπτωτης ιστορικής συνέχειας από την αρχαιότητα, καθώς και του έθνους ως ανάχωμα στη σημερινή «διεθνή των αγορών». Στο σημείο αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι εδώ έχουμε μια ομολογημένη προσέγγιση ως απόρροια αντίθεσης στο «έθιμο» του οικονομικού ωφελιμισμού και τον συνακόλουθο εργαλειακό λόγο. Σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο για τον Θεοδωράκη είναι η εσωτερική κατάδυση, η περιπλάνηση στις ρίζες του όντος και του ελληνισμού. Πρόκειται σαφώς για μια certitudo obiecti (βεβαιότητα ως προς το αντικείμενο) που βρίσκεται σε αντιστοιχία με την ανάπτυξη κριτικής συνειδητοποίησης.
Εν πάση περιπτώσει, ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσουμε τα πολλαπλά επίπεδα του μουσικού του υλικού αλλά και την ιδιοφυή σκέψη του Θεοδωράκη, είναι ν’ απεμπλακούμε από τους παραμορφωτικούς φακούς, τις φορμαλιστικές παρανοήσεις και επινοήσεις, όπως και από τους επιλεκτικούς τρόπους ανάγνωσης του αναθεωρητισμού της ιστορίας. Ο Θεοδωράκης αντικρούει και αποδομεί τις συντεταγμένες του αναθεωρητισμού που αντιφάσκουν προς αυτή την ίδια την ιστορία. Ο στοχασμός του σχετικά με την «ελληνικότητα» προσφεύγει σε κανόνες και αξίες αλήθειας, ορθότητας και ειλικρίνειας, τέτοιες που υπερβαίνουν κάθε μερικότητα. Θεμελιώνει μια ηθική του διαλόγου. Εν κατακλείδι, δημιουργεί στη βάση επιχειρημάτων τους όρους για μια ορθή μεθοδολογική προσέγγιση ώστε να συλλάβουμε και να πραγματευθούμε το θέμα που είναι η πνευματική και κοινωνική Ελλάδα ως ένα ζήτημα που ανήκει όχι μόνο στη σφαίρα της επιστήμης του πνεύματος αλλά και στην ιστορία του πνεύματος. Αυτή ακριβώς η διορατικότητα του συνίσταται στο ότι κατανόησε πως ακόμα και οι αιχμηροί παράγοντες κρίσεων περνούν μέσα από τους νόμους της συμπαντικής αρμονίας. Για τον ίδιο πάντως, η διαλεκτική της αρμονίας μπορεί να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στη διαμόρφωση μιας χειραφετικής δράσης, δύναμης και δυνατότητας για την πολιτική, τον πολιτισμό και την τέχνη. Η εν λόγω παραδοχή, μας οδηγεί να προσεγγίσουμε το έργο του ως συστατικό μέρος του χειραφετικού (ανα)στοχασμού της συμπαντικής αρμονίας.
Συνοπτικά θα έλεγα πως ο Θεοδωράκης, αντλώντας από τη εκδοχή της διαλεκτικής της αρμονίας και τη φιλοσοφική παράδοση του τόπου του, συνειδητοποιεί εναργέστερα την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας γνωσιολογίας για μια οικουμενική τέχνη και κουλτούρα, τέτοια που ν’ αντιστοιχεί στην εκκίνηση ενός ουμανισμού με πυρήνα την αέναη κίνηση του αρμονικού γίγνεσθαι. Για τούτο και ο χειραφετικός και διαλεκτικός χαρακτήρας του συνολικού του έργου αποτελεί καθοριστικό ορόσημο στην ιστορία της δημοκρατικής πράξης, της φιλοσοφικής σκέψης, και της μουσικής παγκοσμίως. Πέραν τούτου, το βέβαιαο είναι πως η θεώρηση του Θεοδωράκη από τη θέση της συμπαντικής αρμονίας αποτελεί εφαλτήριο για την αναζήτηση νέων τρόπων μουσικής έκφρασης και κοινωνικού πράττειν, καθώς και νέων σχημάτων διαμόρφωσης της βούλησης αλλά και της ανθρώπινης σκέψης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
– Βούλγαρη Αναστασία (2016): Μίκης Θεοδωράκης, Διάλογοι στο Λυκόφως: Συνοπτική παρουσίαση. Πρόλογος Μίκη Θεοδωράκη, επιμ. έκδοσης, Angelakis Digital, Αθήνα.
– Gouliamos Kostas (1997): “The Information Highway and the Diminution of the Nation-State”. Στο Cultural Ecology-the changing dynamics of communication (επ. D. Cliché), Λονδίνο, IIC Global Report Series.
– Δόικος Παναγιώτης (2014): Principia Formarum — οντολογία της στοχαστικής φαντασίας, εκδ. Ρώμη.
– Θεοδωράκης Μίκης & Κώστας Γουλιάμος (2018): Στη Διαλεκτική της Αρμονίας, εκδ. Gutenberg
– Θεοδωράκης Μίκης (2017): Μονόλογοι στο Λυκαυγές. Εκδόσεις Ιανός
– Θεοδωράκης Μίκης (2016): Διάλογοι στο λυκόφως. Εκδόσεις Ιανός
– Θεοδωράκης Μίκης (2009): Ο Μίκης Θεοδωράκης μιλάει για τη συμπαντική αρμονία. Βιβλίο & CD, εκδ. Bond-us music
– Θεοδωράκης Μίκης & Γιώργος Δ. Κοντογιώργης (2008): Ελληνικότητα και «Διανόηση», εκδόσεις Ιανός
– Θεοδωράκης Μίκης (1989): Αντιμανιφέστο — Για τις ανθρωπομονάδες, εκδ. Γνώσεις
– Λαμπρέλλης Δημήτρης (2018): Βιβλιοκρισίες- Μίκης Θεοδωράκης & Κώστας Γουλιάμος: «Στη διαλεκτική της Αρμονίας». Διά-Λογος, Επετηρίδα Φιλοσοφικής Έρευνας, τ. 8, εκδ. Παπαζήση
- Πηγή: Χάρτης, 34 |Μηνιαίο Περιοδικό | Οκτώβριος 2021