Η συνάντηση ανάμεσα στους κ.κ. Μητσοτάκη και Ερντογάν χαρακτηρίστηκε από τα περισσότερα ελληνικά ΜΜΕ ως μια σημαντική πρόοδος στις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών. Έγινε προσπάθεια, και πάλι, η κοινή γνώμη να «ταϊστεί» με μια ακόμη επιτυχία της χώρας και προσωπικά του πρωθυπουργού, με κύριο επιχείρημα ότι οι συνομιλίες κατέληξαν στην υπογραφή της διακήρυξης Φιλίας και καλής Γειτονίας των Αθηνών. Είναι, όμως, έτσι;
ΓΡΑΦΕΙ
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
Το συγκεκριμένο κείμενο είναι τόσο γενικόλογο που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια έκθεση ιδεών. Πρόκειται στην ουσία για ένα ευχολόγιο που δεν έχει καμία νομική ισχύ, αφού ρητά ορίζει ότι: «αυτή η Διακήρυξη δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το διεθνές δίκαιο. Καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα Μέρη». Άρα, μια συμφωνία η οποία ακυρώνεται ανά πάσα στιγμή ακόμη και μονομερώς. Επομένως, πού βρίσκεται η επιτυχία;
Άραγε, για ποια θετική εξέλιξη θα μιλήσουμε, όταν υπάρχουν τουλάχιστον τρία ακανθώδη ζητήματα, τα οποία δε μάθαμε αν συζητήθηκαν, αλλά και για τα οποία δεν ακούσαμε ότι υπήρξε κάποια πρόοδος; Το πρώτο έχει να κάνει με τη μοναδική διαφορά που η Ελλάδα αναγνωρίζει δημόσια και σχετίζεται με τη διευθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Προφανώς, η Τουρκία δε δέχεται ότι αυτό είναι το μόνο ζήτημα που μπορεί να παραπεμφθεί στο δικαστήριο της Χάγης, αφού θέτει μια σειρά από διεκδικήσεις και ισχυρίζεται ότι τα νησιά μας έχουν μηδενική επήρεια στην οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ. Επιπλέον, δεν εγκατέλειψε το όραμά της για τη «γαλάζια πατρίδα», δεν απέσυρε το αίτημα για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών της μεθορίου, την απειλή του casus belli, ούτε και τις επαναλαμβανόμενες και προκλητικότατες δηλώσεις ότι θα έρθει μια νύχτα.
Το δεύτερο αφορά στο τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο όλο και περισσότερο παγιώνεται. Οι όποιες διπλωματικές προσπάθειες της χώρας μας να ακυρωθεί δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλεσμα. Από τη μια, η κυβέρνηση του κ. Ερντογάν εξακολουθεί να ασκεί μεγάλη επιρροή στη Λιβύη, να παρέχει στρατιωτική και άλλου είδους στήριξη και να κινεί τα νήματα στην πολύπαθη αυτή χώρα. Από την άλλη, δημιουργείται τεράστια απορία γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν επεκτείνει τα χωρικά ύδατα νότια της Κρήτης στα 12 ναυτικά μίλια, όπως έκανε στο Ιόνιο. Τι φοβάται; Έχει αναλάβει κρυφές δεσμεύσεις και γι’ αυτό δεν ακυρώνει στην πράξη την απαράδεκτη αυτή συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης;
Το τελευταίο θέμα είναι το Κυπριακό. Συμπληρώθηκαν σχεδόν πενήντα χρόνια από την εισβολή των Τούρκων στο νησί και από την κατοχή του 40% περίπου της Κύπρου, χωρίς να έχει αλλάξει κάτι. Η κατάσταση στην κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο μοιάζει αδύνατον να μεταβληθεί, έστω και ελάχιστα, και η Τουρκία προσπαθεί να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα με τον εποικισμό της Αμμοχώστου. Φαίνεται ότι όχι μόνο έχει εγκαταλειφθεί προ πολλού το δόγμα «η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαραστέκεται», αλλά και η θέση ότι η πρόοδος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις περνάει μέσα από τη επίλυση του Κυπριακού. Η ελληνική πλευρά δεν έχει σε πρώτη προτεραιότητα αυτό το ζήτημα, που μάλλον δεν επηρεάζει πια καταλυτικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλιώς πώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι δεν ακούστηκε από τα επίσημα χείλη ούτε της ΠτΔ ούτε του πρωθυπουργού ότι το Κυπριακό εξακολουθεί να αποτελεί ένα διεθνές πρόβλημα εισβολής και παράνομης κατοχής εδάφους ενός ανεξάρτητου κράτους;
Ανακεφαλαιώνοντας, είδαμε ότι η Τουρκία δε μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό από τις πάγιες διεκδικήσεις της. Αντιθέτως, δε μάθαμε πώς ακριβώς χειρίστηκε η ελληνική πλευρά τις τουρκικές απαιτήσεις και ποιες υποσχέσεις πήρε ο κ. Ερντογάν. Ο διάλογος είναι χρήσιμος, αλλά απαιτείται να προσέρχεται κανείς σε αυτόν με ξεκάθαρη γραμμή, με όπλο το διεθνές δίκαιο και να προβάλλει με αποφασιστικότητα τις θέσεις της χώρας του. Όσοι ελπίζουν ότι η Τουρκία θα αλλάξει τακτική και καλλιεργούν τον εφησυχασμό στον ελληνικό λαό, προσφέρουν κάκιστες υπηρεσίες στον τόπο. Η γειτονική χώρα σύντομα θα δείξει και πάλι το πραγματικό της πρόσωπο και με λόγια και με έργα και θα αποδείξει, διαψεύδοντας τα φερέφωνα του Μαξίμου, πόσο υπολογίζει συμφωνίες, όπως αυτή της διακήρυξης Φιλίας και καλής Γειτονίας των Αθηνών. Δε θα ’ναι δα ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που η χώρα, με αυτή την κυβέρνηση, θα υποστεί άλλη μια διπλωματική ήττα.
* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας
Πρώτη δημοσίευση: 2020mag.gr