Άρθρο του Πέτρου Τατούλη* στην Handelsblatt
Η «συμφωνία» που «έκλεισε» την Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης της περασμένης Δευτέρας ανάμεσα στην χώρα μου, την Ελλάδα και τους εταίρους της αποτελεί έναν ιστορικό συμβιβασμό για την Ευρώπη που θεμελιώνει ωστόσο με τον βεβαιότερο δυνατό τρόπο επόμενες οδυνηρές συγκρούσεις.
Οι ακραία συντηρητικές δυνάμεις της Γερμανίας θριάμβευσαν επιλέγοντας να κρατήσουν σε ομηρία την Ελλάδα, η οποία σε κάθε της βήμα εφεξής θα βρίσκεται αντιμέτωπη με την ατιμωτική της έξοδο από την Ευρωζώνη. Οι δύο άλλοι πυλώνες της ευρωπαϊκής σκακιέρας, η Γαλλία και η Ιταλία, δέχτηκαν την γερμανική στρατηγική, όχι επειδή πίστεψαν (ούτε για μια στιγμή δεν το πίστεψαν) ότι το πρόγραμμα αυτό είναι καλό για τα δέκα εκατομμύρια Ευρωπαίους – Έλληνες πολίτες (και κατά συνέπεια και για τους πολίτες –δανειστές μας), αλλά κυρίως υπό το βάρος των δικών τους σημαντικών οικονομικών προβλημάτων και πάντοτε στην αστεία λογική του αγγλοσαξωνικού «extend and pretend». Με απλά λόγια, πλην Γερμανίας, όλοι οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένης της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, πέταξαν το πρόβλημα λίγο πιο μακριά και αποφάσισαν να το αντιμετωπίσουν εκ νέου όταν θα έρθει η καυτή του πατάτα να τους σκάσει στο πρόσωπο. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, φοβισμένος και απροετοίμαστος, σαν το παιδί που δέχεται υπομονετικά την τιμωρία του από τους σκληροπυρηνικούς γονείς του, επέλεξε να πει ένα «ναι» σε ένα πρόγραμμα, για το οποίο κανείς οικονομολόγος δεν δεσμεύεται ότι είναι είτε βιώσιμο είτε επωφελές σε βάθος χρόνου.
Αυτή η απολίτικη και τυχοδιωκτική στάση προφανώς δεν συνάδει με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τις αξίες του. Άλλωστε στους χαλεπούς καιρούς, οι πολιτικές ηγεσίες έχουν και κοντό μπόι. Κυρίως όμως και πρώτιστα, αυτή η συμπεριφορά δεν λαμβάνει καθόλου υπ’όψιν της τους Έλληνες και Ελληνίδες που ζουν σε αυτό το κομμάτι της Ευρώπης, που λέγεται Ελλάδα. Και αν για τους λοιπούς εταίρους, η καθυπόταξη τους στην γερμανική παντοδυναμία, εξηγείται από το αυτονόητο «ότι ευρώ χωρίς Γερμανία δεν μπορεί να υπάρξει», για την Γερμανία η στάση της δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως ρεβανσιστική.
Δεν μπορεί παρά να είναι επιδίωξη για ρεβάνς ένα πρόγραμμα το οποίο δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του βασικά οικονομικά στοιχεία. Ότι στην χώρα μου έχει καταρρεύσει κατά 35% το ΑΕΠ. Ότι η ανεργία ανάμεσα στους νέους έχει αγγίξει το 60%. Ότι πάνω από 150.000 επιστήμονες έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Και άλλα πολλά στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η πολιτική της λιτότητας που ακολούθησε μέχρι σήμερα η Αθήνα, με την παραίνεση των διεθνών της δανειστών, έχει προκαλέσει στην χώρα μου την βαθύτερη και μεγαλύτερη ύφεση από το τέλος του πολέμου και μετά. Το πιο ανησυχητικό λοιπόν, και από το χρέος της χώρας μου, είναι η κοινωνική της εξαέρωση.
Δεν μπορεί παρά να είναι επιδίωξη για ρεβάνς ένα καινούριο πρόγραμμα, το οποίο δίνει βαρύτητα στις διαρθρωτικές αλλαγές, αγνοώντας αφενός ότι αυτές αποδίδουν σε βάθος χρόνου και αφετέρου ότι για να έχουν την κοινωνική αποδοχή, δεν μπορούν να συνοδεύονται από βαθύτερη ύφεση και νέα μέτρα λιτότητας. Γιατί η αλήθεια είναι ότι η χώρα μου χρειάζεται οικοδόμηση από την αρχή. Αλλά αυτό το φορτίο πρέπει να αντέχουν οι ώμοι μας για να το σηκώσουν. Και πρέπει οι Έλληνες να αισθανθούμε και μια αχτίδα φωτός στο απόλυτο σκοτάδι του χτες και του σήμερα, για να τα βάλουμε με βαθιά ριζωμένα καθεστώτα, οικονομικά και πολιτικά συστήματα, που, (ας μην γελιόμαστε) υπηρέτησαν για δεκαετίες και την διευρωπαϊκή διαπλοκή. Και αυτά τα συστήματα τα γνωρίζουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες εξαιρετικά καλά. Μέχρι χτες ήταν οι συνομιλητές τους.
Δεν μπορεί παρά να είναι επιδίωξη για ρεβάνς αυτό το καινούριο πρόγραμμα που δεν δίνει κανένα κίνητρο, που δεν προδιαγράφει κανέναν απολύτως ορίζοντα ανάταξης, που δεν προβλέπει κανένα εχέγγυο επιτυχίας. Που δεν λέει κουβέντα για το χρέος, παρά αφήνει μια δημιουργική ασάφεια γύρω του, αντί να ποσοτικοποιεί με πολύ συγκεκριμένο και προκαθορισμένο τρόπο την μείωση του, μετά από την κάθε αξιολόγηση, προκειμένου να θεωρηθεί κάποια στιγμή ότι θα καταστεί βιώσιμο. Που δημιουργεί για την χώρα μια οιωνεί αγωνία για grexit, βυθίζοντας ακόμη περαιτέρω την ήδη αποστεωμένη πραγματική οικονομία της πατρίδας μου.
Εσείς, οι Γερμανοί βρεθήκατε υπό τέτοια σκληρή εποπτεία σαν αυτή που μας επιβάλλετε σήμερα, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Αν μπορούσαμε κι εμείς να αντέξουμε αυτήν την συμφωνία, και αν δεχόσασταν κι εσείς την απομείωση του ελληνικού χρέους μέχρι αυτό να καταστεί βιώσιμο (όπως έπραξαν και για εσάς τότε οι Ευρωπαίοι συμπολίτες σας), τότε ενδεχομένως να γινόμασταν σε βάθος χρόνου ένα πιο σύγχρονο κράτος με πιο αξιόπιστες ελληνικές κυβερνήσεις. Όμως αντίθετα από τον δικό σας λαό τότε, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες δεν μπορούν να συναισθανθούν σήμερα την ίδια οδύνη, ντροπή και βαθιά μεταμέλεια που ακολούθησε την κατάρρευση του ναζισμού στην δική σας πατρίδα.
Οι έλληνες πολίτες, συμπολίτες των Γερμανών πολιτών στην ενωμένη Ευρώπη, έχουν αφήσει εδώ και δεκαετίες πίσω τους στερεότυπα, τα οποία οι ακραίοι συντηρητικοί πολιτικοί της γηραιάς Ηπείρου, εμμένουν, με την απολίτικη στάση τους, να επαναφέρουν στο θυμικό, αγνοώντας μια βασική παράμετρο της ιστορίας, ότι οι ακραίες αντιλήψεις και ο λαικισμός ανδρώνονται σε περιβάλλον ακραίας φτώχειας και φασιστοειδών απόψεων, είτε για την πολιτική είτε για την οικονομία.
Στην Πελοπόννησο, την περιφέρεια όπου είμαι περιφερειάρχης, οι Γερμανοί πολιτικοί γίνονται αποδεκτοί με φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και Γερμανοί συνταξιούχοι έχουν επιλέξει να μένουν εδώ, μαζί με τους Έλληνες φίλους τους. Εγώ προσωπικά έχω σχέση φιλίας με Γερμανούς ομολόγους μου και εξαίρετη συνεργασία. Οι Έλληνες πρόγονοι μας νίκησαν τον φασισμό και έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία στον γερμανικό λαό. Ας μην επιτρέψουμε σε εκείνους που θέλουν να πάρουν ρεβάνς να παίξουν στις πλάτες των δικών μας λαών. Δώστε στους Έλληνες και τις Ελληνίδες μια συμφωνία δίκαιη: σκληρή, αλλά με προοπτική, ειδάλλως τους οδηγείτε σε βέβαιο θάνατο, με απρόβλεπτες συνέπειες για την δική σας πατρίδα και την Ευρώπη.
*Περιφερειάρχης Πελοποννήσου