Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ
Εκπαιδευτικού στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας
Την ερχόμενη εβδομάδα αρχίζουν και πάλι οι διερευνητικές επαφές ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Ο προβληματισμός είναι μεγάλος και εκφράζεται από πολλές πλευρές. Η κυβέρνηση στην ουσία σύρεται σε αυτήν την προκαταρκτική διαδικασία μετά από πιέσεις της Ευρώπης και των Η.Π.Α. Το όλο πλαίσιο είναι θολό και μάλλον δεν ευνοεί τη χώρα μας. Το πλεονέκτημα, όποια κατάληξη και να έχει αυτή η προσπάθεια, βρίσκεται στην πλευρά της Τουρκίας.
Όλο το προηγούμενο διάστημα η γειτονική χώρα προετοίμαζε το έδαφος για αυτήν την εξέλιξη που, αργά ή γρήγορα, θα ερχόταν. Με Navtex δέσμευε συνεχώς θαλάσσιες ζώνες για ασκήσεις στο νότιο και το βόρειο Αιγαίο, ζώνες κρίσιμες για την ελληνική άμυνα. Έβγαλε το Oruc Reis για έρευνες στα ελληνικά χωρικά ύδατα και μάλιστα έφτασε μόλις 6,5 μίλια από το σύμπλεγμα του Καστελλόριζου, γκριζάροντας την περιοχή, τη στιγμή που η Ελλάδα επέμενε σε μια άκαρπη διπλωματία. H γειτονική χώρα συνεχίζει τις προκλήσεις γύρω από τα Ίμια θεωρώντας από καιρό ότι είναι αμφισβητούμενη περιοχή. Ακόμη και όταν ανακοινώθηκε ο διάλογος, εξέδωσε προκλητικότατα νέες Navtex με ισχύ ως το τέλος του 2021. Η αναθεωρητική της πολιτική βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και το όνειρο για τη γαλάζια πατρίδα δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ. Σχεδόν σε καθημερινή βάση Τούρκοι αξιωματούχοι δηλώνουν ότι τα νησιά δεν έχουν δικαιώματα εκμετάλλευσης πέρα από τα 6 μίλια, ότι πολλά βρίσκονται παράνομα στην ελληνική κυριαρχία και ότι χρειάζεται να αποστρατικοποιηθούν όσα βρίσκονται στην ελληνική μεθόριο. Με δυο λόγια όλα τα θέματα είναι πάνω στο τραπέζι. Εξάλλου, αυτό φρόντισε να το ξεκαθαρίσει ο κ. Τσαβούσογλου, υπενθυμίζοντας εμφατικά ότι δε θα συζητήσουμε μόνο για την ΑΟΖ και την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας.
Την ώρα, λοιπόν, που η Τουρκία διευρύνει τον κατάλογο, έχει αναπτύξει όλη τη βεντάλια των διεκδικήσεων και έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, η Ελλάδα, το υπάκουο παιδί της Ευρώπης, αδύναμη και ηττημένη διπλωματικά, πηγαίνει σε ένα διάλογο έχοντας δύο μεγάλα μειονεκτήματα. Το πρώτο, ότι η Ε.Ε κατ’ επανάληψη κάλυψε την επιθετικότητα της Τουρκίας, αρνήθηκε σοβαρές κυρώσεις εις βάρος της και έμεινε μόνο σε λεκτική καταδίκη. Επομένως, τι περιμένει η κυβέρνηση από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες που έχουν συμφέροντα στην Τουρκία; Προστασία; Το δεύτερο, ότι οι Τούρκοι ερμηνεύουν το δίκαιο της θάλασσας όπως τους βολεύει. Διαφορετικά στη Μαύρη θάλασσα και αλλιώς στο Αιγαίο. Άρα, τι προσδοκά η ελληνική διπλωματία από μια χώρα που δεν αποδέχεται το διεθνές δίκαιο πάνω στο οποίο εδράζονται οι ελληνικές θέσεις; Η Ελλάδα επιτρέπει ξανά στην Τουρκία να δείξει καλό πρόσωπο στην Ευρώπη και στις Η.Π.Α. και παίζει το παιχνίδι της, αν και γνωρίζει ότι πολύ γρήγορα ο κ. Ερντογάν θα πετάξει τη μάσκα του διαλλακτικού και του καλού γείτονα.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος αν είναι κακό να συζητάμε με τους Τούρκους. Θα ήμουν ο τελευταίος, ίσως, που θα στεκόταν αφοριστικά απέναντι στον διάλογο, όταν αυτός είναι γνήσιος και τα ζητήματα ξεκάθαρα. Αυτό δε συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Αν οι διερευνητικές με την Τουρκία ήταν μονοθεματικές, δηλαδή είχαν στην ημερήσια διάταξη μόνο την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και των ΑΟΖ και στηρίζονταν σε συμφωνία να παραπεμφθεί το ζήτημα στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης, όπως έγινε με την Αλβανία, ελάχιστοι θα διαφωνούσαν. Όμως, εδώ, ο κατάλογος των προς διάλογο θεμάτων δεν είναι καθόλου σαφής. Αν αυτός προχωρήσει, η Τουρκία θα θέσει πολλές διεκδικήσεις και δε θα μείνει ασφαλώς μόνο στα προβλήματα που αναγνωρίζει η ελληνική πλευρά. Αν πάλι τιναχτεί στον αέρα, θα φορτώσει όλες τις ευθύνες στην Ελλάδα και θα βγει ακόμη πιο επιθετικά στο Αιγαίο. Ποιος θα τη σταματήσει τότε; Η πλειοψηφία της Ευρώπης και το ΝΑΤΟ, που τη χαϊδεύουν, ή μια ελληνική κυβέρνηση που μοιάζει αναποφάσιστη, δειλή και ανήμπορη να υπερασπιστεί τα δίκαια της χώρας;