Η κυβέρνηση της Ν.Δ. φαίνεται ότι βρίσκεται σε άλλη πραγματικότητα. Η διαχείριση της πανδημίας είναι μια από τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις που το φανερώνει.
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ*
Με περίπου 100 νεκρούς, 600 διασωληνωμένους και 7.000 κρούσματα σχεδόν σε καθημερινή βάση, η κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν να πρόκειται για κάτι φυσιολογικό. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι μπορεί μέχρι τα Χριστούγεννα να έχουμε και 25.000 νεκρούς, αλλά ούτε αυτό φτάνει για να ιδρώσει το αφτί του πρωθυπουργού και των αρμόδιων υπουργών.
Οι ΜΕΘ στις μεγάλες πόλεις δε διαθέτουν από πολλές μέρες κρεβάτια, οι υγειονομικοί βρίσκονται σε απόγνωση, μα η φωνή τους πέφτει στο κενό.
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Ανικανότητα ή σκοπιμότητα;
Θα περίμενε κανείς η κυβέρνηση, έχοντας την εμπειρία του διαστήματος που πέρασε, να δει τα λάθη της, τις αστοχίες που υπήρξαν, όπως ήταν φυσιολογικό να συμβεί σε μια νέα και πρωτόγνωρη κατάσταση, και να προβεί σε διορθωτικές κινήσεις. Θα ανέμενε κάποιος να ακούσει η κυβέρνηση τις προειδοποιήσεις των ανθρώπων που έδωσαν τη μάχη για να κρατήσουν όρθιο το ΕΣΥ.
Εις μάτην όμως.
Αντί γι’ αυτό, άφησε ανοχύρωτα τα νοσοκομεία, ενώ ήξερε ότι η μετάλλαξη Δ είναι ιδιαίτερα μεταδοτική και ενώ είχε ως δεδομένο ότι ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού παραμένει ανεμβολίαστο και, επομένως, θα νοσούσε.
Έτσι φτάσαμε στο σημείο να δούμε σκηνές πολέμου στα μεγάλα νοσηλευτικά ιδρύματα. Ράντζα στους διαδρόμους. Διασωληνωμένους να πεθαίνουν εκτός ΜΕΘ. Ανακοινώσεις ότι αναβάλλονται χιλιάδες προγραμματισμένα χειρουργεία.
Πώς απάντησε η κυβέρνηση στις δικαιολογημένες επικρίσεις που δέχεται; Ότι όλα πάνε καλά!
Μάλιστα, ανακοίνωσε τη χορήγηση έκτακτου επιδόματος για τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία, λες και αυτό είναι το πρόβλημα. Λαϊκίστικη τακτική σε καιρό πανδημίας.
Φταίει για όλα, όμως, η κυβέρνηση; Δεν υπάρχει ευθύνη των κατοίκων αυτής της χώρας που παραμένουν ανεμβολίαστοι; Αυτοί εξαιρούνται από την κριτική;
Χωρίς περιστροφές να τονίσω ότι αναμφίβολα η στάση τους δημιουργεί πολλά προβλήματα στη διαχείριση της πανδημίας.
Όσοι αρνούνται το εμβόλιο συνέβαλαν στην “μπεργκαμοποίηση” της χώρας και στη διάδοση των πιο σκοταδιστικών απόψεων για την επιστημονική έρευνα.
Βεβαίως, πίσω τους βρίσκονται διάφοροι εκκλησιαστικοί και πολιτικοί πάτρωνες, που τους “χαϊδεύουν” τ’ αφτιά και τους μετατρέπουν σε φερέφωνα απόψεων, που τις περισσότερες φορές ξεπερνούν το όριο του γελοίου.
Αν κάπου φταίει, λοιπόν, η κυβέρνηση σ’ αυτό, είναι γιατί διαχειρίστηκε το θέμα με τρόπο λανθασμένο, με «ήξεις – αφήξεις», με απειλές και φοβέρες, συσπειρώνοντάς τους ακόμη περισσότερο, ενώ, πιθανώς, θα μπορούσε να πείσει, ακολουθώντας ένα πιο ήπιο δρόμο, κάποιο ποσοστό των αρνητών να εμβολιαστεί.
Είναι σαφές ότι το Μαξίμου χάραξε μια πολιτική αλαλούμ.
Ήταν εκείνο που υποσχόταν ότι η επιχείρηση «Ελευθερία», όπως την ονόμασε, βάδιζε προς το τέλος της και πως θα επανέλθουμε στην κανονικότητα σύντομα. Ότι θα πετούσαμε τις μάσκες το προηγούμενο καλοκαίρι, ότι η αγορά θα άνοιγε και όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Το τι έγινε το γνωρίζουμε όλοι. Τα κρούσματα εκτοξεύτηκαν, τα σχολεία και άλλοι χώροι μαζικής προσέλευσης έγιναν εστίες μετάδοσης του ιού, ο φόβος, η ανασφάλεια και ο προβληματισμός κυριαρχούν και πάλι στην ελληνική κοινωνία.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι το ΕΣΥ θα δεχτεί και άλλη πίεση, αφού οι μεταλλάξεις συνεχίζονται (μετά την Α ήρθε η Δ και τώρα η Ο) και, παρόλα αυτά, δεν κάνει τίποτα ουσιαστικό για την ενίσχυσή του, ούτε και παίρνει μέτρα για να περιορίσει την πανδημία.
Ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του, συνεπείς στις αντιλήψεις τους περί περιορισμού του κοινωνικού κράτους, από τότε που ανέλαβαν την διακυβέρνηση σκόπιμα υπονόμευσαν το ΕΣΥ και, αν δεν διαλύθηκε ακόμη, αυτό οφείλεται στη συνείδησηκαι την αυτοθυσίατων εργαζομένων.
Αυτή η νεοφιλελεύθερη πολιτική εμμονή οδήγησε σε ανικανότητα αντιμετώπισης του μεγαλύτερου κύματος της πανδημίας.
Όταν, ωστόσο, αυτός ο συνδυασμός θέτει σε κίνδυνο τη ζωή χιλιάδων ασθενών, αφού δεν υπάρχουν στελεχωμένες κλίνες ΜΕΘ και προγραμματισμένα χειρουργεία αναβάλλονται και αποδεικνύεται πόσο προκλητικά αδιάφοροι είναι ένας αλαζόνας πρωθυπουργός και οι υπουργοί του, τότε προκύπτει το ερώτημα: μέχρι πότε θα διαχειρίζονται τις τύχες του πολύπαθου αυτού τόπου;
*Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας