Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΡΟΥΛΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΙΣ 6 ΙΟΥΝΙΟΥ 2018
Το βιβλίο της Ρούλας Γεωργακοπούλου “Δέντρα, πολλά δέντρα” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις “ΠΟΛΙΣ”, θα παρουσιαστεί στην Καλαμάτα, γενέτειρα της δημοσιογράφου – συγγραφέως.
Η παρουσίαση γίνεται με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου Γυναικών Μάνης την Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018, στις 7:30 το απόγευμα, στην «αίθουσα Πινακοθήκης & αίθριο», του Πνευματικού Κέντρου Καλαμάτας.
Με τη συγγραφέα θα συζητήσουν οι:
- Ξανθή Γεωργακοπούλου-Ντάβου, κειμενογράφος
- Κατερίνα Σχινά, συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας
Παρουσίαση του βιβλίου από την εφημερίδα “Καθημερινή”
Παρουσίαση του βιβλίου “Δέντρα, πολλά δέντρα”, της Ρούλας Γεωργακοπούλου, έκανε μέσα από τις στήλες της εφημερίδας “Καθημερινή” η Λίνα Πανταλέων, η οποία έγραψε τα ακόλουθα:
Το πένθος για τον θάνατο της μητέρας της μεταμορφώνεται στην πρώτη πεζογραφική απόπειρα της Ρούλας Γεωργακοπούλου σε γλωσσική αναζήτηση. Η Γεωργακοπούλου αναβιώνει τις τελευταίες μέρες, τις πιο δύσκολες, και αναθυμάται την προσπάθειά της να καταλάβει το ερμητικό ιδιόλεκτο της μητέρας της, η οποία πέθαινε ακατάληπτα, πάσχοντας επί χρόνια από άνοια. Ο πόνος της απώλειας γίνεται λαχτάρα για λέξεις. Η συγγραφέας αντιμετωπίζει το λεξικό της αρρώστιας σαν θησαυρό που πρέπει εξάπαντος να διασωθεί. Αγωνιά να καταλάβει τη μητρική γλώσσα προτού χαθεί οριστικά στη σιωπή. «Γιατί η γλώσσα της ήταν ρευστή κι έπρεπε κατεπειγόντως να τη μαζέψω μ’ ένα στυπόχαρτο». Στη θνήσκουσα, ανοϊκή γλώσσα της μητέρας της, διακρίνει ένα «προϊόν ακραίας βούλησης», «το οποίο όμως, για να σου αποδώσει λογοτεχνικά, πρέπει να το πιάσεις από μικρή».
Οι εικόνες της παιδικής ηλικίας, ελλειπτικές και διάσπαρτες, επανέρχονται στον νου μέσα από λέξεις. Μια λέξη που ξαφνικά αναδύεται στη σκέψη δεν κουβαλά μόνο ένα μήνυμα, αλλά και ένα προμήνυμα, μια πιθανή ερμηνεία των όσων ακολούθησαν. Λέξη τη λέξη, η συγγραφέας συλλέγει τις οικογενειακές ιστορίες, ιστορίες μισές, γιατί στο σπίτι δεν υπήρχε ένας ρωμαλέος αφηγητής για να επιβάλει μια κοινή, εύληπτη αφήγηση. Όσο η μητέρα «τελειοποιούσε τη γλωσσική της ατημελησία», ένα άβατο για όλες τις γνωστές γλώσσες, τόσο περισσότερο ο πατέρας οχυρωνόταν «στην κρουστή γλώσσα» των βιβλίων και των επιστημονικών εγχειριδίων. Η σύγκρουση αυτών των δύο αντίπαλων λογοτεχνικών τρόπων κομμάτιαζε τις ιστορίες και τις άφηνε στη μέση.
Χαμένη στα «έγκατα του ηλεκτροκίνητου κρεβατιού της», η μητέρα έφευγε όλο και πιο μακριά, προχωρώντας «καμαρωτά στη βασιλική οδό της άνοιας». Μέσα από τον ρόγχο της δύσπνοιας, μέσα από ένα βλέμμα «διαρκώς καρφωμένο προς τα μέσα», ξεχώριζαν παράξενες φράσεις, «με τρίλιες και κορώνες», τις οποίες η άρρωστη χρωμάτιζε «με ρυθμούς διαλόγου, σαν να έπαιζε μόνη της ένα πολυπρόσωπο έργο». Η συγγραφέας καταγοητεύεται από αυτές τις λεκτικές εκλάμψεις, καθώς έχει την εντύπωση πως δίνουν μια άλλη διάσταση στη σχέση της με τη μητέρα της. Θα ήθελε να ήξερε το μυστικό της διερμηνείας τους, αλλά την ίδια στιγμή τη θέλγει το αμετάφραστο μυστήριό τους. Η μυστική συνωμοσιολογία μεταξύ μητέρας και κόρης ανέβαλε το τέλος. Χάρη στη γλωσσική μυσταγωγία, στην οποία μόνον οι δυο τους μετείχαν, έπαιρναν παράταση, η μία από τον θάνατο και η άλλη από το πένθος. Οσο συνέχιζαν να λείπουν σελίδες από το γλωσσάρι που η συγγραφέας στοιχειοθετούσε με σκόρπιους, επιθανάτιους ήχους, η μητέρα της δεν θα πέθαινε.
«Το βλέπω αυτό, το βλέπω», γράφει η Γεωργακοπούλου κοιτάζοντας στο κρεβάτι το σώμα που έφευγε. Η φαντασία παρηγορεί το αδιανόητο. «Το μάστερκλας με την επιθανάτια γλώσσα της μαμάς», την προστάτευε από την οδύνη του επικείμενου θανάτου. Ήταν ένας αντιπερισπασμός, ένα εφεύρημα της απελπισίας που καθυστερούσε το αναπόφευκτο. Η «φαντασμαγορία της άνοιας» πολεμούσε «τον τρόμο του θανάτου»
Έχοντας μακρά θητεία στις λέξεις, και ως δραματουργός και ως μεταφράστρια, η Γεωργακοπούλου συνθέτει ένα σουρεαλιστικό αφήγημα μιμούμενη με χιούμορ, αλλά και με πόνο, την πρωτοποριακή λογοτεχνία της άνοιας, τον γλωσσοπλαστικό της οίστρο. Η απόπειρα διάρρηξης ενός περίκλειστου ιδιώματος, διαφυλάσσει τη γραφή της από τον συναισθηματισμό, ενόσω αποκαλύπτει τις ανύποπτες εκφάνσεις του πένθους, τα επάλληλα κύματα του ψυχικού του αντίκτυπου. Ωστόσο, το βιβλίο της Γεωργακοπούλου δεν είναι επιμνημόσυνος θρήνος. Είναι αφιερωμένο «στις μητέρες μας» και διερευνά με αφοπλιστική, αστόλιστη συγκίνηση τα ακατανόητα, πολύτιμα κληροδοτήματά τους.