ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Επιστροφή στο παρελθόν σε μια σκληρή στιγμή του που την κουβαλάει στη μνήμη μου ο αχρείος παμχάφτης χρόνος. Σε μια επίσκεψή μου, παιδαγωγικής εμπειρίας, σε Στέγη παιδιών με κινητικές και άλλες συναφείς αναπηρίες. Σχολείο σωματικού και ψυχικού πόνου εν ολίγοις, που μονάχα το βλέμμα των τροφίμων υπαγόρευε ένα μέρος της δυστυχίας της ανθρωπότητας. Η λειτουργία του αρίστη, η αγάπη και η μέριμνα των δασκάλων αχτίδες λαμπερές και η φροντίδα του υπηρετικού προσωπικού μαργαριταρένια λάμψη. Όλα είχαν την τρυφεράδα μιας ανθρώπινης όασης με το λόγο πάντα να σκάει από τα χείλη της μεγάλης παρέας σαν πορφυράδα μεστού ροϊδιού.
Όμως αυτά δεν αρκούσαν για να κρύψουν το σταυρό του μαρτυρίου που κουβαλούσε κάθε παιδί ανεβαίνοντας το Γολγοθά του. Αν και εξασκημένα στους σωματικούς και ψυχικούς πόνους έδειχναν καταβεβλημένα. Και οι πόνοι τους δεν ήταν πονόδοντοι ή στομαχικοί. Ήταν μια εσωτερική ψυχική αθλιότητα που τη ζούσαν και τους την υπενθύμιζε ένας μαρμαρωμένος στίχος που τον είχαν γράψει μέσα τους: «πως η ζωή είναι κακό πράγμα».
Στην ώρα της ζωγραφικής ένας μικρός με κινητικά προβλήματα και στα δυο του χέρια στους καρπούς, δόξασε με το ψυχικό μεγαλείο του τη στιγμή που έμεινε κορυφαία στη ζωή μου. Σηκώθηκε στον πίνακα. έσφιξε την κιμωλία ανάμεσα στους βραχίονες κι άρχισε να ζωγραφίζει. Ασυγκράτητος με μια θεϊκή μανία, έφτιαξε δυο ζωγραφιές άστραμμα. Ύστερα εξήγησε: «Εδώ στην πρώτη, βλέπετε ένα σπίτι πέτρινο, απλό και με κήπο, χωρίς την πολυτέλεια των σπιτιών των πλουσίων. Μέσα του βασιλεύει η αγάπη και η ευτυχία και οι άνθρωποι χαίρονται να ζούνε νιώθοντας το μουσικό ανασασμό τους. Το πρωί που ξυπνούν ακούνε τις φωνές των πουλιών, μεθούν από τα αρώματα των λουλουδιών και είναι χαρούμενοι από την ομορφιά της φύσης. Ένα τέτοιο σπίτι ονειρεύομαι κι εγώ, ένα τέτοιο σπίτι θέλω για όλα τα παιδιά του κόσμου!».
Στο σπίτι της δεύτερης ζωγραφιάς, ζούνε τρελοί! Είναι εχθροί της ειρήνης, έχουν για θεό τους το χρήμα, τον πλούτο και τον πόλεμο, μισούν τους ανθρώπους που ζούνε στο άλλο σπίτι και θέλουν να τους εξοντώσουν! Οι άνθρωποι του πρώτου σπιτιού αντιστέκονται, γελούν μe την τρέλα τους και θέλουν να τους στείλουν στο τρελοκομείο. Εκεί αφού τους δέσουν, θα απαλλαγούν απ’ αυτούς, θα νιώσουν ασφαλείς, θα ξεθαρρέψουν και θα διώξουν το Γολγοθά μας φέρνοντας την Ανάσταση!