Του Θανάση ΚΟΛΙΖΕΡΑ *
Η «μεταβατική» ΚΑΠ, που προετοιμάζει τη μετάβαση από την προηγούμενη ΚΑΠ (2014 – 2020) στη νέα (μέχρι το 2027), ψηφίστηκε την Τετάρτη 15/12 στο Ευρωκοινοβούλιο. Στην ψήφισή της ομονόησαν σύσσωμοι οι Ελληνες ευρωβουλευτές με μόνη εξαίρεση την Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ που καταψήφισε.
Το ψηφισμένο κείμενο κινείται σύμφωνα με τις διατάξεις της ΚΑΠ 2014 – 2020, η ισχύς των οποίων, μαζί με την αντίστοιχη χρηματοδότηση, παρατείνεται για δύο επιπλέον χρόνια (2021 και 2022), έως ότου δηλαδή εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις εκκίνησης της νέας περιόδου.
Από την άποψη αυτή δεν υφίσταται κάτι άξιο νέου σχολιασμού πέρα από αυτά που έχουν διαχρονικά επισημανθεί από το ΚΚΕ σχετικά με τον χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της ΚΑΠ ως μιας πολιτικής που έχει ως στόχο τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του ευρωενωσιακού κεφαλαίου (βλέπε ΚΕ του ΚΚΕ: «Η παρέμβαση του ΚΚΕ στους βιοπαλαιστές αγρότες, πρακτικά ευρείας Ολομέλειας», Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 2020 σελ. 33 – 52).
Υπάρχει ωστόσο μια διάταξη που προστίθεται στους υφιστάμενους κανονισμούς με σκοπό να εξειδικεύσει ήδη ισχύουσες γενικές κατευθύνσεις, η οποία δεν θα μπορούσε να μείνει ασχολίαστη. Αφορά τον τομέα του ελαιόλαδου και τον Κανονισμό που διέπει την Κοινή Οργάνωση Αγορών (ΚΟΑ) της ΕΕ (1308/2013).
Με το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου για τη μεταβατική ΚΑΠ προστέθηκε στον συγκεκριμένο Κανονισμό ένα επιπλέον άρθρο, το 167α, το οποίο θέτει την ανάγκη βελτίωσης της «αυτορρύθμισης της αγοράς ελαιόλαδου» με τη θέσπιση ρητής απαγόρευσης καθορισμού από τα κράτη της ΕΕ οποιασδήποτε μορφής τιμής, ακόμα και ως ενδεικτικής ή συνιστώμενης κατά την «πρώτη» εμπορία του προϊόντος, δηλαδή κατά την πώληση του ελαιόλαδου από τον αγροτοπαραγωγό στον βιομήχανο ή στον έμπορο/διακινητή/εξαγωγέα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εύλογο: Τι είναι αυτό που ώθησε το Ευρωκοινοβούλιο να προβεί σε αυτήν την ειδική αναφορά στο ελαιόλαδο, από τη στιγμή που ούτως ή άλλως ισχύουν οι γενικοί κανόνες απαγόρευσης καθορισμού τιμών στα αγροτικά προϊόντα με κρατική παρέμβαση;
Ορισμένες αναγκαίες επισημάνσεις:
Για να απαντηθεί θα πρέπει να προηγηθούν ορισμένες διευκρινίσεις:
- Η πολιτική ενιαιοποίησης της ευρωενωσιακής αγοράς και η συνεπακόλουθη ανάγκη άρσης εμποδίων και περιορισμών στην κίνηση του κεφαλαίου, ως αναγκαία προϋπόθεση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων της ΕΕ στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, οδήγησαν εδώ και 2 περίπου δεκαετίες σε εγκατάλειψη1, μέσω των αναθεωρήσεων της ΚΑΠ, της όποιας πολιτικής «εγγυημένων» τιμών προβλεπόταν για τα αγροτικά προϊόντα κατά το παρελθόν. Παράλληλα προτάχθηκε η υιοθέτηση ενός συστήματος αγροτικών επιδοτήσεων, αποσυνδεδεμένων από την ποσότητα και ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος, που χορηγούνται ως «στήριξη» του αγροτικού εισοδήματος (άμεσες ενισχύσεις, εξισωτικές αποζημιώσεις, de minimis ενισχύσεις, κρατικές οικονομικές ενισχύσεις κ.ά.) με βάση δικαιώματα θεμελιωμένα στο μέγεθος της γεωργικής έκτασης.
Με αυτόν τον τρόπο το εμποροβιομηχανικό κεφάλαιο και το αστικό κράτος αποδεσμεύτηκαν από κάθε υποχρέωση καταβολής εγγυημένης τιμής στους αγροτοπαραγωγούς.
Με δεδομένο ότι σημαντικός όγκος της αγροτικής παραγωγής, σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ, εξακολουθεί να προέρχεται από μικρομεσαίες εκμεταλλεύσεις, τα μονοπώλια της μεταποίησης και της εμπορίας απέκτησαν τη δυνατότητα να συμπιέζουν χωρίς όριο τις τιμές αγοράς των αγροτικών προϊόντων, επιτείνοντας στα άκρα την καταλήστευση του βιοπαλαιστή αγρότη. Την ίδια στιγμή βεβαίως το ευρωενωσιακό κεφάλαιο σε μια σειρά από κλάδους της οικονομίας έχει εξασφαλισμένες τιμές και κέρδη με βάση τους Κανονισμούς της ΕΕ.
Παραδείγματα αποτελούν: Τα κόμιστρα των διοδίων, η τιμή της κιλοβατώρας στους παραγωγούς ΑΠΕ, οι τιμές στα δίκτυα κινητής και σταθερής τηλεφωνίας κ.ά. Σε αυτά ήρθε η επικαιρότητα να προσθέσει το παράδειγμα των εμβολίων για την Covid-19 όπου τα κράτη έχουν προκαταβάλει δισεκατομμύρια για την εγγυημένη κερδοφορία των ομίλων της φαρμακοβιομηχανίας, με την ΕΕ να κρατάει εφτασφράγιστο μυστικό τις συμφωνίες μαζί τους αλλά και το παράδειγμα της Τράπεζας Πειραιώς, την οποία η κυβέρνηση της ΝΔ αποζημιώνει με 6 ευρώ ανά μετοχή την ώρα που η χρηματιστηριακή της τιμή μόλις που ξεπερνά τα 1,2 ευρώ.
- Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχθηκε ως κοινό χαρακτηριστικό όλων των αστικών κομμάτων η καθολική αποστροφή τους προς την πολιτική των εγγυημένων τιμών στα αγροτικά προϊόντα, αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη στρατηγική τους σύμπλευση. Η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ πρόβαλλε το επιχείρημα ότι οι εγγυημένες τιμές είναι ασύμβατες με την ΚΑΠ, την οποία διαφήμιζε ως μονόδρομο για τους βιοπαλαιστές αγρότες.
Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ το έχει στην κυριολεξία «τερματίσει», με τον πρώην υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να χαρακτηρίζει όπου σταθεί και όπου βρεθεί τις εγγυημένες τιμές «καταστροφικές» και ότι δήθεν τις διεκδικούν μόνο οι «κομμουνιστές αγρότες».
Μάλιστα, στο πλαίσιο της εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης για τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης που επιταχύνθηκε από την πανδημία της Covid-19, έφτασε στο σημείο να υποδεικνύει2 στους αγρότες να πωλούν την παραγωγή τους «σε οποιαδήποτε τιμή, όσο όσο, ακόμα και με ζημιά», ώστε αυτή να καταγράφεται από τις υπηρεσίες του υπουργείου, και αν και εφόσον πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις (κατάθεση φακέλου στην ΕΕ και σχετική έγκριση), να τους χορηγηθούν τα ψίχουλα της όποιας αποζημίωσης αποφασιστεί. Πρόκειται για μια προτροπή που ρίχνει αέρα στα πανιά των εκβιασμών των εμποροβιομηχάνων, που θησαυρίζουν και μέσα στην πανδημία εις βάρος των βιοπαλαιστών αγροτών.
- Είναι χαρακτηριστικά τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας με την ελαιοκαλλιέργεια, έναν γεωργικό κλάδο όπου πάνω από το 90% της παραγωγής προέρχεται από μικρές και μεσαίες εκμεταλλεύσεις ατομικών αγροτοπαραγωγών, ενώ η τυποποίηση – διάθεση – εμπορία του ελαιόλαδου είναι μονοπωλημένη από μια χούφτα επιχειρήσεις.
Η τιμή του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου στον παραγωγό, τόσο κατά τη φετινή όσο και την περυσινή ελαιοκομική περίοδο, κυμαίνεται κατά μέσο όρο3 γύρω από τα 2,5 ευρώ ανά κιλό, ενώ το κόστος παραγωγής (με τον υπολογισμό και της εργασίας του παραγωγού με βάση το κατώτερο μεροκάματο) στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνά τα 3 ευρώ. Την ίδια ώρα, το 58% της περυσινής παραγωγής και σχεδόν το 50% της φετινής4 κατευθύνονται σε εξαγωγές με κυριότερες χώρες προορισμού5 την Ιταλία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ6, την Αυστρία, τον Καναδά, τη Γαλλία7 και τις Κάτω Χώρες8 με τιμές πώλησης στα σούπερ μάρκετ των συγκεκριμένων χωρών που ξεκινούν από 7,5 ευρώ/λίτρο και φτάνουν τα 20, ενώ στα λεγόμενα delicatessen μέχρι 50 ευρώ/λίτρο.
Αλλά και στην Ελλάδα η λιανική τιμή κυμαίνεται μεταξύ 4 και 10 ευρώ. Είναι δηλαδή εξόφθαλμη μια τεράστια διαφορά που οφείλεται στην κλοπή του μόχθου του βιοπαλαιστή ελαιοπαραγωγού στην οποία στηρίζονται η κερδοφορία και η εξωστρέφεια των εμποροβιομήχανων.
Για την άμβλυνση των επιπτώσεων αυτής της κατάστασης και βασικά για να μπορέσει να συνεχιστεί μια καλλιέργεια, όπου οι αγρότες επί δύο έτη αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και τα έξοδά της, η κυβέρνηση προχώρησε9 (στο πλαίσιο των ενισχύσεων για την Covid-19) σε συνεννόηση με την ΕΕ, και στη λογική πάντα των αποσυνδεδεμένων αγροτικών επιδοτήσεων, στη χορήγηση μιας κατ’ αποκοπή αποζημίωσης10 30 ευρώ ανά στρέμμα ελαιοκαλλιέργειας (0,1 ευρώ ανά κιλό λαδιού) μόνο για τους κατά κύριο επάγγελμα11 αγρότες.
Ασφαλώς μέσα από αυτήν τη διαδικασία όχι μόνο δεν πρόκειται να καλυφθεί η απώλεια εισοδήματος των ελαιοπαραγωγών αλλά δίνεται πάτημα για ακόμα μεγαλύτερη λεηλασία της παραγωγής τουςαπό τους βιομήχανους και τους εμπόρους/μεγαλοεξαγωγείς.
- Το αίτημα των εγγυημένων τιμών στα αγροτικά προϊόντα, τέτοιων ώστε να εξασφαλίζονται εισόδημα επιβίωσης στον αγρότη και παράλληλα προσιτές τιμές στη λαϊκή κατανάλωση, συγκινεί τους βιοπαλαιστές αγρότες σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου καθώς μπορεί να αποτελέσει ένα ελάχιστο μέτρο προστασίας τους απέναντι στην ασυδοσία του εμποροβιομηχανικού κεφαλαίου.
Είναι χαρακτηριστικές οι πρόσφατες κινητοποιήσεις εκατομμυρίων αγροτών στην Ινδία ενάντια στα κυβερνητικά μέτρα που, κατ’ επιταγή των αξιώσεων των μονοπωλιακών ομίλων και στο όνομα της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας, προωθούν την κατάργηση της κρατικής απορρόφησης της παραγωγής και τις όποιες εγγυημένες τιμές αυτή εξασφάλιζε.
Στις συνθήκες της διεθνοποιημένης αγοράς το αίτημα αυτό συμπυκνώνει την αντικειμενική αντίθεση ανάμεσα στους βιοπαλαιστές αγρότες, από τη μια, το κεφάλαιο που ιδιοποιείται την αγροτική παραγωγή και τα αστικά κράτη, από την άλλη. Το γεγονός δηλαδή ότι ο βιομήχανος, ο έμπορος και το κράτος τους είναι αντίπαλοι του βιοπαλαιστή αγρότη και όχι «συνέταιροι» ή «συνεργάτες», όπως ισχυρίζονται ΕΕ και κυβερνήσεις.
- Το παράδειγμα της Ισπανίας: Πριν από περίπου έναν χρόνο (Δεκέμβρης 2019 και Γενάρης 2020) εκδηλώθηκαν στην Ισπανία μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις με βασικό αίτημα τη βελτίωση των τιμών διάθεσης των αγροτικών προϊόντων. Η νεοεκλεγείσα τότε (Γενάρης 2020) σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, στην οποία συμμετέχει και ο «ΣΥΡΙΖΑ Ισπανίας» – Podemos, προχώρησε σε ελιγμό εξαπάτησης εξαγγέλλοντας (τον Φλεβάρη 2020) ένα πλέγμα νομοθετικών ρυθμίσεων12 το οποίο οριστικοποίησε πριν από λίγες μέρες (16 Δεκέμβρη 2020).
Η νέα νομοθεσία13 απαγορεύει την πώληση αγροτικών προϊόντων με ζημιά του αγροτοπαραγωγού και ορίζει ότι στο πλαίσιο της υπογραφής γραπτών συμβάσεων ανάμεσα στον αγρότη και τον έμπορο ή τον μεταποιητή, που καθίστανται υποχρεωτικές, θα πρέπει να περιλαμβάνεται ρητά ο καθορισμός τιμής ίσης ή μεγαλύτερης του κόστους παραγωγής, με ευθύνη όμως των συμβαλλόμενων μερών και όχι ενιαία από το κράτος.
Όπως επισήμανε σε δηλώσεις του14 ο αρμόδιος υπουργός, ο προσδιορισμός του κόστους θα εξαρτάται από τη «διαπραγματευτική ικανότητα των μερών». Δηλαδή, οι αγροτοπαραγωγοί θα εξακολουθήσουν να είναι εκτεθειμένοι στις ορέξεις του εμποροβιομηχανικού κεφαλαίου που θα συνεχίσει να καθορίζει τις τιμές. Κάτι ανάλογο της συμβολαιακής γεωργίας, η οποία αναπτύσσεται και στη χώρα μας. Το μόνο που αλλάζει είναι η υποχρεωτικότητα στην υπογραφή σύμβασης, που στην ουσία «δένει» τον αγρότη στο άρμα του καπιταλιστή.
Από το μέτρο εξαιρείται η παράδοση αγροτικών προϊόντων στους συνεταιρισμούς ενώ σε ό,τι αφορά τις τιμές πώλησής τους στη λαϊκή κατανάλωση, πέρα από ευχολόγια15 περί «εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς», δεν υπάρχει κανένα μέτρο ελέγχου τους.
Είναι σαφές ότι οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις, αν και παρουσιάστηκαν από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση ως μέτρα στήριξης των βιοπαλαιστών αγροτών και των τιμών με τα οποία αυτοί διαθέτουν τα προϊόντα τους σε εμπόρους και βιομηχάνους, κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση, κάτι που έχει επισημανθεί από αρκετούς αγροτικούς φορείς16.
Γι’ αυτό, πέρα από τους προβληματισμούς17 της Επιτροπής Ανταγωνισμού και του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ισπανίας περί «κινδύνου υπέρβασης των προβλεπόμενων από τους κοινοτικούς κανονισμούς και οδηγίες», οι αντιδράσεις από τους συλλογικούς φορείς του ισπανικού εμποροβιομηχανικού κεφαλαίου και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπήρξαν μάλλον χλιαρές και επικεντρώθηκαν περισσότερο στην ανάγκη παροχής διευκρινίσεων και λιγότερο στην ουσία, ενώ επισημάνθηκε18 ο κίνδυνος δημιουργίας «προσδοκιών» στους αγρότες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στο περιεχόμενο των ρυθμίσεων .
Καμιά αυταπάτη για το χαρακτήρα της ΚΑΠ και τις μεταρρυθμίσεις της
Για να επανέλθουμε στο αρχικό ερώτημα: Το Ευρωκοινοβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω και πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι στην Ισπανία αντιστοιχεί το 66%19 της συνολικής παραγωγής ελαιόλαδου στην ΕΕ, επιβεβαίωσε με το ψήφισμα, που το ίδιο διαμόρφωσε για την μεταβατική ΚΑΠ, την ήδη ισχύουσα απαγόρευση καθορισμού τιμής με κρατική παρέμβαση, εξειδικεύοντας την για το συγκεκριμένο προϊόν.
Έδειξε με αυτόν τον τρόπο τα οξυμένα αντανακλαστικά του προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, να καταρριφθούν τυχόν «προσδοκίες» που ούτως ή άλλως δεν στηρίζονται πουθενά αλλά και να προληφθεί κάθε πιθανό μελλοντικό ρήγμα ή «απορρύθμιση» στην ενιαία καπιταλιστική αγορά της ΕΕ και στη διατάραξη της εμποροβιομηχανικής κερδοφορίας κάτω από τις αγωνιστικές διεκδικήσεις. Αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι οι ανάγκες των βιοπαλαιστών αγροτών δεν χωρούν στις αποφάσεις των κυβερνήσεων, της ΕΕ και του συνόλου των θεσμών της.
Τα παραπάνω καθιστούν σαφή την ανάγκη να μην υπάρξει καμιά αυταπάτη για τον χαρακτήρα της ΚΑΠ και των μεταρρυθμίσεών της. Οι βιοπαλαιστές γεωργοί και κτηνοτρόφοι δεν έχουν άλλη διέξοδο από τον δρόμο του αγώνα, σε κατεύθυνση σύγκρουσης με τους αντιπάλους τους, που είναι οι έμποροι, οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι, το κράτος, οι κυβερνήσεις και η ΕΕ.
Χρήσιμο εργαλείο σε αυτήν την κατεύθυνση είναι το συνεκτικό πλαίσιο πάλης που θέτει επί τάπητος βασικούς άξονες αιτημάτων απαραίτητων για την επιβίωση (εισόδημα/τιμές – κόστος παραγωγής – προστασία της παραγωγής κ.λπ.). Κρίσιμο ζήτημα είναι η συμπόρευση και η κοινή δράση με τους εργατοϋπαλλήλους και τους αυτοαπασχολούμενους των πόλεων στη βάση των κοινών προβλημάτων που οξύνονται, κάτι που φάνηκε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο στις συνθήκες της πανδημίας. Ο φαύλος κύκλος θα συνεχίζεται όσο τα κλειδιά της οικονομίας τα κατέχει το κεφάλαιο.
Απέναντι σε αυτόν προβάλλει η ανάγκη μιας ανώτερης οργάνωσης της κοινωνίας, όπου στο έδαφος της εργατικής εξουσίας θα αξιοποιούνται με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό τα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής, το εργατικό δυναμικό, τα επιτεύγματα της νέας τεχνολογίας, με γνώμονα την κοινωνική ευημερία. Αυτή η εξουσία είναι η μόνη που μπορεί να εξασφαλίσει στον βιοπαλαιστή αγρότη:
- Κοινωνικοποιημένη γη για καλλιέργεια και πλήρη απαλλαγή από ενοίκια, υποθήκες και χρέη
- Εγγυημένες τιμές στα αγροτικά προϊόντα και χαμηλό κόστος παραγωγής με κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων μεταποίησης και εμπορίας και κρατική βιομηχανία παραγωγής αγροτικών μέσων, εφοδίων και μηχανημάτων
- Επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό για ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας και εγγυημένη απορρόφηση της παραγωγής μέσω του κρατικού εμπορίου.
- Επιστημονικοτεχνική υποστήριξη, προστασία της παραγωγής και παραγωγικό συνεταιρισμό πραγματικό αποκούμπι και όχι μηχανισμό απομύζησης.
- Ικανοποίηση του συνόλου των κοινωνικών αναγκών για υψηλού επιπέδου κρατικές υπηρεσίες Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, για αξιοπρεπή διαβίωση, ελεύθερο χρόνο με δυνατότητες πραγματικής ξεκούρασης και ποιοτικής αναψυχής.
Υπάρχει άλλος δρόμος, ο σοσιαλισμός. Αυτόν το δρόμο φωτίζει μαχητικά το ΚΚΕ, μπαίνοντας μπροστά για την οργάνωση της λαϊκής, εργατικής αντεπίθεσης, για να μην πληρώσει ξανά ο λαός τη νέα κρίση.
Παραπομπές
1. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση του Ευρωπαίου Επίτροπου Γεωργίας σε πρόσφατη σχετική ερώτηση της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ: https://www.europarl.europa.eu/doceo/document/E-9-2020-001010-ASW_EL.html
3. Επίσημα στοιχεία ΕΕ: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/food-farming-fisheries/plants_and_plant_products/documents/olive-oil-dashboard_en.pdf
4. Επίσημα στοιχεία ΕΕ: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/food-farming-fisheries/plants_and_plant_products/documents/olive-oil-balance-sheet_fr.pdf
5. Επίσημα στοιχεία ΕΕ: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/food-farming-fisheries/plants_and_plant_products/documents/olive-oil-intra-trade_en.pdf
6. Πρεσβεία της Ελλάδας στην Ουάσιγκτον: «Η αγορά του ελαιόλαδου στις ΗΠΑ», 2018 https://agora.mfa.gr/infofiles/olive%20oil_Feb2018%204%20us%202%20us.pdf
7. Πρεσβεία της Ελλάδας στο Παρίσι: «Η αγορά ελαιολάδου στη Γαλλία»., 2018
8. Πρεσβεία της Ελλάδας στις Βρυξέλλες: «Η αγορά του ελαιόλαδου στο Βέλγιο» 2019 https://agora.mfa.gr/infofiles/%CE%95%CE%9B%CE%91%CE%99%CE%9F%CE%9B%CE%91%CE%94%CE%9F%20%CE%9C%CE%95%CE%9B%CE%95%CE%A4%CE%97%20be.pdf
9. Υπουργική Απόφαση 2850/2020, ΦΕΚ Β’ 4701/23-10-2020.
10. Πρόκειται συνολικά για 126 εκατομμύρια ευρώ ενώ οι αιτήσεις που έγιναν έφτασαν τις 143 χιλιάδες. Η χρηματοδότηση προέρχεται από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (ΠΑΑ) 2014-2020 (μέτρο 21).
11. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη οδήγησε στον αποκλεισμό δεκάδων χιλιάδων ελαιοπαραγωγών που το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός τους προέρχεται από εξωαγροτικές πηγές (πχ αυτοαπασχολούμενοι ή μισθωτοί στον τουρισμό κλπ)
13. Διαμορφώθηκε το πλαίσιο ενσωμάτωσης της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2019/633. Ανάλογη διαδικασία θα διεξαχθεί και στην Ελλάδα το επόμενο διάστημα.
14. https://elpais.com/economia/2020/02/25/actualidad/1582634166_525329.html
15. Ο.π.
16. https://www.expansion.com/juridico/opinion/2020/11/19/5fb68f3f468aebb27e8b46a6.html
17. www.google.com%2F”target=”_blank”>https://sevilla.abc.es/agronoma/noticias/agricultura/reforma-ley-cadena/?ref=https%3A%2F%2Fwww.google.com%2F
18. Επίσημα στοιχεία ΕΕ: https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/food-farming-fisheries/plants_and_plant_products/documents/factsheet-olive-oil_en.pdf
* Ο Θ. Κολιζέρας είναι μέλος του τμήματος Αγροτικής Πολιτικής της ΚΕ του ΚΚΕ και μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ