Μετά την μεγάλη επιτυχία του αφιερώματος στον Εννιο Μορικόνε με “Το Κλουβί με τις Τρελές”, η Νέα Κινηματογραφική Λέσχη Καλαμάτας αφιερώνει και την επόμενη προβολή της, σε μια συνεργασία που έμελλε να αφήσει κινηματογραφική ιστορία και να καθιερώσει τον Εννιο Μορικόνε ως ένα σπουδαίο κινηματογραφικό συνθέτη.
Ο διάσημος Ιταλός συνθέτης και ενορχηστρωτής Ένιο Μορικόνε, “έφυγε” την προηγούμενη εβδομάδα, στα 91 του χρόνια, γεμάτος από επιτυχίες με περισσότερες από 500 ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, καθώς και σύγχρονα έργα κλασσικής μουσικής. Η καριέρα του περιλάμβανε ένα ευρύ φάσμα ειδών μουσικής σύνθεσης, καθιστώντας τον έναν από τους πιο πολύπλευρους, παραγωγικούς και με επιρροή συνθέτες μουσικής για ταινίες όλων των εποχών.
ΠΕΜΠΤΗ 23 ΙΟΥΛΙΟΥ
“Για μια χούφτα δολάρια” (Per un pugno di dollari)
Action, Drama, Western| K-15 | 1964 | Ιt| 99’
Σκηνοθεσία: Sergio Leone
Παίζουν: Clint Eastwood, Gian Maria Volontè, Marianne Koch
21:30 | Café Cine (Δυτική Παραλία Καλαμάτας) | Είσοδος 4 ευρώ, ελεύθερη κάτω των 18
ΥΠΟΘΕΣΗ
Το “Για μια χούφτα δολάρια” είναι ένα από τα θρυλικότερα γουέστερν όλων των εποχών με τον Κλιντ Ήστγουντ στο ρόλο ενός μυστηριώδους κυνικού πιστολέρο που είναι έτοιμος να προσφέρει ανά πάσα στιγμή τις υπηρεσίες του κυριολεκτικά για μια χούφτα δολάρια.
Όταν γίνεται κουβέντα για κλασικά western, το μυαλό πηγαίνει κατευθείαν στον αμίλητο, ξανθό τύπο που καπνίζει το τσιγάρο του αγέρωχος, κάτω από τον καυτό ήλιο της Άγριας Δύσης.
Ήταν το έτος 1964, όταν ο Ennio Morricone θα συναντούσε τον σκηνοθέτη Sergio Leone, η χρονολογία που θα άλλαζε μια για πάντα την ιστορία και τη βαρύτητα των soundtracks του κινηματογράφου.
Η μοναδική του ευφυΐα στη σύνθεση της μουσικής, θα έπαιρνε σάρκα και οστά στην ταινία “Για μια χούφτα δολάρια”, το spaghetti western που θα έπαιζε για πρώτη φορά ο άγνωστος μέχρι τότε στο ευρύ κοινό, Clint Eastwood, ένας ηθοποιός που με το πέρασμα των χρόνων θα γινόταν συνώνυμο με τους πιστολάδες της αμερικάνικης Δύσης.
Το “Για μια χούφτα δολάρια”, θα άλλαζε τα χολυγουντοκεντρικά westerns που παίζονταν στο πανί μέχρι εκείνη την περίοδο.
Στην πραγματικότητα, ήταν ένα remake του ‘Yojimbo’ του Akira Kurosawa, η διαφοροποίησή του όμως έγκειται στα προσωπικά στοιχεία που έβαλε στα γυρίσματα ο αξεπέραστος Sergio Leone, με τα συνεχόμενα zoom και τα close up στους πρωταγωνιστές.
Και τι θα απογείωνε μια ταινία που έφερνε επαναστατικές μεθόδους στα γυρίσματά της; Mα φυσικά η μουσική, δια χειρός Ennio Morricone.
Η σύνθεσή της, ήταν μια πραγματική πανδαισία, γεγονός που τοποθετεί την ταινία αυτή, αλλά και τις υπόλοιπες της τριλογίας των Δολαρίων, στα κλασικά και αθάνατα έργα της μεγάλης οθόνης.
Τα περίφημα σφυρίγματα, οι φωνές, οι country πινελιές που συνδυάζονται με παραδοσιακά σικελικά όργανα, οι βραχνές κιθάρες που μπλέκουν τη rock διάθεση με τα μεξικάνικα folk στοιχεία και oι ζαρωμένοι ήχοι της μοναξιάς που δένουν με το προφίλ του “Man with no name”, φτιάχνουν ένα μαγικό soundtrack που σε ταξιδεύει κατευθείαν στις απέραντες ερημικές εκτάσεις της Άγριας Δύσης.
Η υπόθεση μας μεταφέρει στα σύνορα με το Μεξικό, όπου ο μοναχικός καβαλάρης Clint Eastwood καταφθάνει στο San Miguel και βρίσκεται ανάμεσα στην απληστία δυο οικογενειών, των αδερφών Rojo και της οικογένειας του σερίφη.
Το soundtrack της ταινίας, παρά τα νομικά προβλήματα σχετικά με τα δικαιώματα που προέκυψαν και ανάγκασαν τους Sergio Leone και Ennio Morricone να αλλάξουν ονόματα, έγινε αμέσως επιτυχία.
Η ταινία επαναπροσδιόρισε τη σχέση μουσικού παραγωγού και σκηνοθέτη, κάνοντας τη μουσική απαραίτητο και πρωταρχικό συστατικό μιας επιτυχημένης ταινίας.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως ίσως το “Για μια χούφτα δολάρια”, αλλά και οι επόμενες δυο ταινίες της τριλογίας που ακολούθησαν, έχουν μείνει στο ευρύ κοινό περισσότερο για τη μουσική που δένει αρμονικά με τον πρωταγωνιστή, παρά με την πλοκή αυτή καθαυτή.
Πενήντα χρόνια μετά, το soundtrack της ταινίας παλιώνει σαν και εκείνα τα ουίσκια από το Tennessee, που χρόνο με το χρόνο αποκτούσαν μεγαλύτερη αξία…