Ακρίβεια, φτωχοποίηση και φθηνή ψηφιακή επιδοματοκρατία: “χωρίς περιθώρια και βούληση ανάσχεσης κρίσεων κι ανισοτήτων η κυβέρνηση της ΝΔ”
Του Γεωργίου Μακρή
Δικηγόρου
Γραμματέα Ν.Ε. ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Μεσσηνίας
Τα πρόσφατα στοιχεία των ερευνών της ΕΛΣΤΑΤ (27.7.2022) για το έτος 2020 είναι απολύτως ενδεικτικά: (α) για τον κίνδυνο της φτώχειας, (β) τις εισοδηματικές ανισότητες και (γ) τις συνθήκες στέρησης / διαβίωσης στην χώρα μας, υποδεικνύοντας ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης ΝΔ – Μητσοτάκη έχουν επιφέρει την αύξηση “του κινδύνου της φτώχειας”, αφού αυτή πλέον απειλεί ενεργά σχεδόν το 1/3 των πολιτών στην χώρα μας (29,5% ή 3.092.300 άτομα).
Τα ίδια στοιχεία υποδεικνύουν ειδικότερα: α/. Την αύξηση του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και σε κοινωνικό αποκλεισμό (200.000 επιπλέον συμπολίτες μας αντιμετώπισαν τον κίνδυνο φτώχειας), β/. Την αύξηση των παιδιών και των εργαζόμενων σε κίνδυνο φτώχειας, γ/ Τη μείωση του μέσου ισοδύναμου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος, δ/. Τη στασιμότητα ή μείωση εισοδήματος για το 93% των νοικοκυριών, ε/. Την αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων.
Έξι στους δέκα εργαζομένους (60%) δηλώνουν σήμερα ότι η άνοδος των τιμών έχει οδηγήσει τις οικογένειες τους σε μείωση της κατανάλωσης και των βασικών ειδών διατροφής, στον περιορισμό των δαπανών τους για θέρμανση ή ακόμα και για ψυχαγωγία, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του ΙΝ.Ε. της ΓΣΕΕ.
Τα ίδια στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν επίσης, όσον αφορά τον τελευταίο κρίσιμο δείκτη των ανισοτήτων (σε ιστορικό χαμηλό επί της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), ότι, αμέσως μετά τον 1ο χρόνο της θητείας της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ, οι ανισότητες στην κατανομή του εισοδήματος διευρύνθηκαν, το μερίδιο του πλουσιότερου 20% του εγχώριου πληθυσμού μεγάλωσε και το αντίστοιχο μερίδιο του φτωχότερο 20% μειώθηκε: κι εδώ οφείλουμε να θυμηθούμε τα έξωθεν δανεικά δις € κεφάλαια των κρατικών ενισχύσεων που μοιράστηκαν οριζόντια κι ανέμελα, χωρίς κοινωνικά κριτήρια και αναπτυξιακό πρόσημο κατά τον πρώτο χρόνο της πανδημίας.
Και το σημαντικότερο: η στοιχειοθετημένη – με αριθμούς – εκρηκτική αύξηση των ανισοτήτων στην χώρα μας, που είναι κι εμπειρικά αισθητή σε κάθε νοικοκυριό κι επαγγελματία την τελευταία 3ετία, ανακοινώνεται επίσημα, δίχως στις σχετικές έρευνες να έχουν συνυπολογιστεί οι επιπτώσεις για τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από την ενεργειακή κρίση και τις επάλληλες κρίσεις της ακρίβειας και του πληθωρισμού των ετών 2021-2022, τις οποίες εμμένει να παρακολουθεί η κυβέρνηση της ΝΔ, δίχως διάθεση κι εν τέλει δίχως περιθώρια δραστικής πολιτικής παρέμβασης, εφαρμόζοντας το δικό της πολιτικοοικονομικό σχεδιασμό, που αντιθέτως τις εκτρέφει.
Φθάνοντας στο σήμερα, αποτελεί κοινό τόπο ότι η έκρηξη στις τιμές των καυσίμων και στην ενέργεια τροφοδοτούν τον πληθωρισμό και την ακρίβεια στην χώρα σε όλες τις κατηγορίες προϊόντων, με το 53% των νοικοκυριών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να δηλώνει αδυναμία να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του και το 84% να δηλώνει ότι τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης προσφέρουν από μηδαμινή έως ελάχιστη βοήθεια (έρευνα του Επαγγελματικού Επιμελητήριου Αθηνών).
Εντούτοις, η κυβέρνηση ΝΔ-Μητσοτάκη, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της αξιωμ. αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, των Ενώσεων Καταναλωτών και των Φορέων ήδη από τον Ιούλιο του 2021, αρνείται πεισματικά ως σήμερα, να παρέμβει στην πηγή της κρίσης και να λάβει τα στοιχειώδη εκείνα μετρά ανάσχεσης: μειώνοντας τον ΕΦΚ στα καύσιμα και τον ΦΠΑ σε βασικά είδη διατροφής κι επιβάλλοντας πλαφόν στην τιμή του ρεύματος και στο περιθώριο κέρδους της ΔΕΗ και των λοιπών ιδιωτών παρόχων ενέργειας (όπως έκαναν ήδη οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μεταξύ των οποίων η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία κλπ) ή και ασκώντας εντατικούς ελέγχους στις οικείες αγορές, με γνώμονα την θωράκιση νοικοκυριών κι επιχειρήσεων από την αισχροκέρδεια.
Αντίθετα, η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει κυνικά να συλλέγει τα υπεραυξημένα (λόγω πληθωρισμού), έσοδα από τον ΦΠΑ σε βασικά προϊόντα και τον ΕΦΚ στα καύσιμα: α/. επιδοτώντας στην συνέχεια τα δεδομένα υπερκέρδη των εταιρειών ενέργειας και προμήθειας καυσίμων και β/. μοιράζοντας εν τέλει ψίχουλα στους καταναλωτές (μέσα από ηλεκτρονικά κουπόνια και πλατφόρμες).
Απομειώνοντας έτσι δραστικά το εισόδημα και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και των εργαζόμενων, των επαγγελματιών κι επιχειρήσεων, που πλέον κινείται στα όρια της ανέχειας.
Προκαλώντας κι ανακυκλώνοντας συνεχώς κατ’ επέκταση ένα φαύλο πληθωριστικό κύκλο συντήρησης και μεγέθυνσης καθημερινά της ακρίβειας για την πλειοψηφία των ευάλωτων και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων προς εξυπηρέτηση ελάχιστων ισχυρών οικονομικών συμφερόντων που ελέγχουν τις αγορές καυσίμων, ενέργειας και τροφίμων (καρτέλ), με τα οποία οι πολιτικές της σημερινής κυβέρνησης είναι απολύτως ευθυγραμμισμένες ή ακόμα και παρακολουθηματικές, χωρίς βούληση και περιθώρια αντιπαράθεσης ή και ρήξης.
Με αποτέλεσμα, όπως και στην διάρκεια της υγειονομικής πανδημίας η χώρα μας κατέγραψε και καταγράφει θλιβερά παγκόσμια ρεκόρ με την κυβέρνηση της ΝΔ να αφήνει στο έλεος την δημόσια υγεία των πολιτών και να εξωραΐζει αλαζονικά το πρόβλημα (1.145 νεκροί στην χώρα μας τον φετινό Ιούλιο από την πανδημία του covid-19 σύμφωνα με το ΕΟΔΥ), να πρόκειται για τις ίδιες ακριβώς πολιτικές της “παράλειψης” από την ίδια κυβέρνηση που σήμερα επιδεινώνουν τους δείκτες της ακρίβειας και του πληθωρισμού για νοικοκυριά κι επιχειρήσεις στην χώρα μας συγκριτικά, με τον πληθωρισμό να κινείται σε ποσοστό 40% άνω του μέσου ευρωπαϊκού όρου, τις τιμές στα καύσιμα να είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 1η θέση στην Ε.Ε. στις χονδρικές τιμές προμήθειας ρεύματος προς τις επιχειρήσεις και στην 3η προς τα νοικοκυριά, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Κι όλα αυτά σε μια χώρα όπως η δική μας, όπου σήμερα το βιοτικό επίπεδο στην χώρα μας και η αγοραστική δύναμη των πολιτών καταγράφεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ των 27, πάνω μόνο από την Βουλγαρία
Με την κυβέρνηση της ΝΔ, στον αντίποδα, να επιστρατεύει κι επαναφέρει μονότονα ως μόνη “αντίδραση”, όπως και στην περίοδο της υγειονομικής πανδημίας, τα γνωστά δύο αφηγήματα: α/ της εισαγόμενης ενεργειακής κρίσης λόγω της ρωσικής εισβολής και του πολέμου στην Ουκρανία και β/. της έλλειψης δημοσιονομικού περιθωρίου για την λήψη των κατάλληλων μέτρων ανακούφισης του πληθυσμού από την ακρίβεια
Κι αν κανένα από τα δύο κυβερνητικά αφηγήματα δεν αρκεί για να εξηγήσει τις θλιβερές πρωτιές της χώρα μας στις κρίσεις των τελευταίων ετών σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, υποδεικνύοντας μόνο την διαχειριστική ανεπάρκεια των ιθυνόντων και τις ιδεοληπτικές τους δεσμεύσεις στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της παράλειψης και της αποφυγής, το δεύτερο αφήγημα περί “δημοσιονομικής αδυναμίας” είναι περαιτέρω και προκλητικό, αφού η κυβέρνηση της ΝΔ αποδεδειγμένα ήθελε, έψαξε και βρήκε δημοσιονομικά περιθώρια για να: 1/ καταργήσει τον συμπληρωματικό φόρο της μεγάλης ακίνητης περιουσίας, 2/ να μειώσει τον φόρο στα εταιρικά κέρδη και μερίσματα (όχι όμως αντίστοιχα στο εισόδημα από την μισθωτή εργασία) 3/. Να μειώσει τον φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου των επιχειρήσεων 4/. Να αυξήσει το αφορολόγητο όριο για γονικές παροχές και δωρεές μεγάλων περιουσιών έως 800.000 ευρώ και ιδίως 5/. να καταργήσει την 13η σύνταξη που νομοθέτησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (εισόδημα που “θα έπεφτε” στις τοπικές αγορές και “θα ζέσταινε” την κατανάλωση) μεταφέροντας τον σχετικό πόρο (περί το 1,5 δις ευρώ ετησίως και 70δις € συνολικά το κόστος για τους φορολογούμενος σε βάθος 50ετίας) από τον ετήσιο προϋπολογισμό για τον σκοπό της ιδιωτικοποίησης της επικουρικής ασφάλισης (υπάγοντας έτσι τις εισφορές των εργαζομένων στους κινδύνους της κεφαλαιαγοράς χάριν της κερδοφορίας ελαχίστων ισχυρών ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών). Ασκώντας έτσι την πλέον ταξική φορολογική πολιτική στην μεταπολίτευση κι ευνοώντας συγκεκριμένα μειοψηφικά κοινωνικά στρώματα σε βάρος της υπόλοιπης μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας που σήμερα πλήττεται άδικα και βάναυσα.
Πρόκειται εξάλλου για την ίδια κυβέρνηση που δεν δίστασε αλλά έσπευσε εν μέσω ενεργειακής κρίσης να ιδιωτικοποιήσει την ΔΕΗ, πανηγυρίζοντας για τα κέρδη των στελεχών και των μετόχων της, την ίδια ώρα που στερούσε νοικοκυριά κι επιχειρήσεις από ένα κρίσιμο εθνικό εργαλείο παρέμβασης κι ανάσχεσης των συνεπειών του ενεργειακού πληθωρισμού
Αν μένει κάτι, είναι μόνο η ανακούφιση, που πλέον δεν κρύβεται, για το μαξιλάρι των 37 δις ευρώ που άφησε η διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στα δημόσια ταμεία και που σήμερα μπορεί, εν μέσω κρίσεων, να εξασφαλίζει προς το παρόν στην χώρα μας ανεκτά επιτόκια εξωτερικού δανεισμού.
Να είμαστε δίκαιοι όμως: ο ίδιος ο αρχηγός της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έκρυψε ποτέ την αντίληψη του για τις κοινωνικές ανισότητες, τις οποίες έχει τοποθετήσει στον αντίποδα της ανθρώπινης φύσης, βάζοντας έτσι τον πήχη της πολιτικής του παρέμβασης στο αντίστοιχο ύψος.
Κι έτσι εύλογα, αν τα περιθώρια παρέμβασης της κυβέρνησης της ΝΔ σε μια ακόμα κρίση προς όφελος της πλειοψηφίας μένουν οριοθετημένα και εγκλωβισμένα στην – αδιέξοδη για τους πολλούς – αντίληψη μιας νεοφιλελεύθερης ολοένα και πιο αυταρχικής εξουσίας, πλήρως εξαρτημένης από ιδιοτελή συμφέροντα εκμετάλλευσης της κάθε φορά “έκτακτης ανάγκης”, είναι στον αντίποδα τα περιθώρια αντοχής της πλειοψηφίας των πολιτών που έχουν εξαντληθεί προ πολλού, εξ’ αιτίας ακριβώς μιας κυβέρνησης που λειτουργεί όχι απορροφητικά αλλά αντίθετα πολλαπλασιαστικά και με κυνική στασιμότητα, μετουσιώνοντας την έκτακτη εξαίρεση της κάθε φορά “εισαγόμενης κρίσης” σε μια αφηγηματικά εξωραϊσμένη και χρονικά παρατεταμένη κανονικότητα για τους πολίτες, που εν τέλει αποκτά την δυναμική της πάγιας ενσωμάτωσης, τις δικές της εγγενείς και μόνιμες ρίζες στην ελληνική πραγματικότητα.
“Ρίζες” συντήρησης και ιδίως ρίζες αναπαραγωγής κι επιδείνωσης των κρίσεων, που σύντομα θα κληθεί εκ νέου και θα χρειαστεί “να σπάσει” η επόμενη προοδευτική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, μαζί με τα πληττόμενα από τις πολιτικές της ΝΔ και φυγόκεντρα σήμερα, λαϊκά και μεσαία στρώματα της κοινωνικής πλειοψηφίας που περιθωριοποιούνται, διαμορφώνοντας τους πολιτικούς και προγραμματικούς όρους μιας συμπεριληπτικής κι ευρείας δημοκρατικής και ριζοσπαστικής επανένταξης κι εξόδου αντίστοιχα από την στρεβλή “κανονικότητα” που θέλουν κι επιδιώκουν, για τα δικά τους στενά συμφέροντα, να επιβάλουν οι συντηρητικές πολιτικές της σκόπιμης παράλειψης και της αφομοίωσης των κρίσεων της εποχής μας.