Η σημασία του storytelling στον Γαστρονομικό Τουρισμό
Του Χρήστου Αναστασόπουλου
Οικονομολόγος, MSc Δημοτικός Σύμβουλος
Η χωριάτικη, άρρηκτα συνδεδεμένη με το ελληνικό καλοκαίρι, δικαίως φέρει τον τίτλο της ελληνικής σαλάτας (greek salad). Πόσοι όμως ξέρουν από ποιο χωριό κατάγεται; Μια ντομάτα, ένα αγγούρι, ένα κρεμμύδι και λίγο ψωμί, διπλωμένα σε μια πετσέτα, αποτέλεσαν στο παρελθόν το κολατσιό του αγρότη και του εργάτη. Κάποια στιγμή, στο σπίτι, τα υλικά αυτά μαζί με κάποια ακόμα κόπηκαν σε μικρά κομμάτια, ανακατεύτηκαν στο πιάτο και περιχύθηκαν με ελαιόλαδο. Η χωριάτικη σαλάτα όμως δεν είχε «γεννηθεί» ακόμα. Ο Αλέξανδρος Γιώτης, κριτικός γεύσης, έγραψε κάποτε στον «Γαστρονόμο»: «Η χωριάτικη εμφανίστηκε ως συνοδός της αυξήσεως του τουρισμού τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, δημιούργημα των ταβερνιάρηδων “της πλάκας” της Πλάκας. Επειδή οι αγορανομικές διατάξεις κατέτασσαν τις αγγουροντοματοκρεμμυδοπιπεροσαλάτες στα είδη διατιμήσεως, βρήκαν το κόλπο να προσθέτουν ένα κομμάτι φέτας από πάνω για να “φύγουν” από τη διατίμηση και να χρεώνουν τη σαλάτα στους τουρίστες όσο ήθελαν».
Στην Αθήνα λοιπόν «γεννήθηκε» η χωριάτικη σαλάτα και όχι σε κάποιο χωριό, ως αποτέλεσμα μιας κίνησης που καταδεικνύει το ελληνικό επιχειρηματικό δαιμόνιο αλλά και που ταυτόχρονα μας χάρισε ένα από τα πλέον εμβληματικά πιάτα της τοπικής μας γαστρονομίας. Το παραπάνω κείμενο θα μπορούσε να συνιστά παράδειγμα εφαρμογής της αφήγησης ιστοριών (storytelling) στο πλαίσιο του Marketing του Γαστρονομικού Τουρισμού. Ως ιστορία μάλιστα, χαρακτηρίζεται αποτελεσματική διότι απαντά στο ποιος, τι, που, πότε και γιατί.
Η αφήγηση ιστοριών, πέρα από τις παραδοσιακές της μορφές (παραμύθι, μύθοι, θρύλοι κ.ά.), έχει πλέον ένα ευρύ φάσμα εφαρμογών. Χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, στην εκπαίδευση, στις τέχνες, στην ψυχοθεραπεία (θεραπευτική αφήγηση), στο χώρο των επιχειρήσεων – όπου η αφήγηση ως διοικητική πρακτική βρίσκει εφαρμογή σε πλείστες πτυχές του Management – στις δημόσιες σχέσεις και στο Marketing. Ο ρόλος της μάλιστα στο content Marketing είναι πολύ σημαντικός. Η αφήγηση μιας ιστορίας στο πλαίσιο αυτό, αποσκοπεί στο να κεντρίσει το ενδιαφέρον του ακροατή-πελάτη και να δημιουργηθούν ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί μαζί του. Βασικά μέσα αφήγησης ιστοριών αποτελούν ο προφορικός και ο γραπτός λόγος, ο πίνακας ζωγραφικής, το σχέδιο, η φωτογραφία και τα οπτικοακουστικά μέσα (βίντεο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πλατφόρμες δικτύωσης). Η δε ταυτόχρονη αξιοποίηση μέσων θεωρείται ιδιαίτερα αποτελεσματική διότι: α) διεγείρει διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου και κατά συνέπεια του ψυχισμού του ανθρώπου και β) προκαλεί ερεθίσματα, ενεργοποιεί τις αισθήσεις του αποδέκτη και δημιουργεί συναισθήματα και νέες συνάψεις σε παλαιότερες εμπειρίες (Γκέγκας κ.ά,, 2017).
Η σύνδεση του storytelling με τον Τουρισμό εν γένει και ιδιαίτερα με τον Γαστρονομικό Τουρισμό είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Οι ταξιδιώτες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την γαστρονομία δεν αναζητούν απλά τη γεύση ενός πιάτου ή ενός ποτού, αναζητούν πολύ περισσότερα. Αναζητούν την ιστορία που περιβάλλει ένα υλικό, ένα πιάτο, ένα ποτό, έναν τρόπο παρασκευής, και γιατί όχι, μια επιχείρηση. Αναζητούν το γιατί, το πώς, το πότε. Αναζητούν μια ολιστική γαστρονομική εμπειρία. Το storytelling στη γαστρονομία παρέχει γνώση, δημιουργεί έντονες αναμνήσεις, ισχυροποιεί τον συναισθηματικό δεσμό μεταξύ του επισκέπτη και του προορισμού, δημιουργεί προστιθέμενη αξία στο προϊόν, συμβάλλει στην από στόμα σε στόμα διαφήμιση του γαστρονομικού πλούτου ενός τόπου και στη διαφοροποίηση ενός προορισμού έναντι των υπολοίπων. Συνδέει το γαστρονομικό προϊόν με την ιστορία, τις παραδόσεις, τον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα ενός τόπου, με την πολιτισμική του κληρονομιά. Επιπρόσθετα, έχει σημαντικό αντίκτυπο στην προβολή και στην προώθηση των προϊόντων του πρωτογενή αλλά και του δευτερογενή τομέα της οικονομίας.
Ο μπακαλιάρος τσιλαδιά είναι ένα παραδοσιακό πιάτο της Μεσσηνίας. Σε συνέντευξή του στη Μαρία Νίκα, ο Ανδρέας Ζαγάκος, ιδιοκτήτης καφέ-εστιατορίου στην παραλία της Καλαμάτας ανέφερε: “Όταν το λιμάνι της Καλαμάτας μεγαλουργούσε, ερχόντουσαν τα καράβια από τη βόρεια θάλασσα, ξεφόρτωναν εδώ το μπακαλιάρο και για να μη φύγει άδειο το καράβι πίσω, έφευγε με σταφίδα. Σε όλη αυτή τη διαδικασία, έσπαγε κανένα κιβώτιο με μπακαλιάρο, άνοιγε κανένα σακί με σταφίδες, οι λιμενεργάτες φτωχολογιά τώρα, μιλάμε προπολεμικά, έβαζαν κάτι στην τσέπη, πήγαιναν σπίτι στη γυναίκα μπακαλιάρο και σταφίδες. Τα έριχνε εκείνη στην κατσαρόλα με λίγη ντομάτα, λίγο κρεμμύδι και έκαναν φαγητό…” (πηγή: kalamatajournal.gr).
Το storytelling όμως δεν περιορίζεται στην παραδοσιακή κουζίνα, υποστηρίζει εξίσου και την υψηλή γαστρονομία. Ελπίζοντας να δικαιολογηθεί το «ξεστράτισμά» μου από την παράθεση παραδειγμάτων από την ελληνική γαστρονομία, θα αναφερθώ στον Massimo Bottura, τον και χαρακτηρισμένο ως τον πιο ανθρωπιστή, διανοούμενο σεφ του πλανήτη, με τρία αστέρια Michelin και ιδρυτή του οργανισμού «Food for Soul». Σε συνέντευξή του στον Βασίλη Οικονομίδη, του Gastronomic Diff, ανέφερε σχετικά: «Η αφήγηση είναι μέρος του γενετικού υλικού μας και κάθε συνταγή έχει μια προέλευση. Να, όπως π.χ. η “Συμπύκνωση Ζυμαρικών και Φασολιών” που χρονολογείται το 2001… Σκεφτόμασταν την δύναμη που έχουν τα φτηνά υλικά και η “φτωχή κουζίνα” (la cucina povera), η γεμάτη ψυχή Ιταλική κουζίνα που έχει σαν βάσεις τα πιο ταπεινά υλικά όπως φασόλια, κόρα από παρμεζάνα και δέρμα χοίρου… Συμπυκνώσαμε λοιπόν, αυτό που θα σερβίρονταν σε ένα μεγάλο μπολ, στο περιεχόμενο ενός σφηνοπότηρου. Στη βάση του βάλαμε μια κρέμα royale παρασκευασμένη κατά τον Γαλλικό παραδοσιακό τρόπο, σαν ένα νεύμα προς την εμπειρία μου με τον Alain Ducasse. Στην κορυφή βάλαμε έναν “αέρα” δενδρολίβανου… μια σαφής αναφορά στην εμπειρία μου στο «El Bulli» (σ.σ.: του Ferran Adria). Ανάμεσα στη βάση και στην κορυφή, υπήρχε ένας πουρές φασολιών με κυβάκια ζυμαρικών, αλλά αντί για ζυμαρικά αυγού δημιουργήσαμε ένα ψευδοζυμαρικό με λεπτοκομμένες κρούστες παρμεζάνας που είχαν βραστεί μαζί με τα φασόλια. Αυτό είναι το συναισθηματικό κομμάτι της συνταγής που μνημονεύει την κουζίνα της γιαγιάς μου.».
Το αξιοσημείωτο είναι πως παρά το ότι τα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα προέρχονται από δύο διαφορετικές χώρες και δύο διαφορετικές εκδοχές της κουζίνας, οι αφηγήσεις έχουν δύο κοινά στοιχεία και συγκεκριμένα τις κοινωνικές αναφορές και την επίκληση στο συναίσθημα, τη συγκινησιακή δηλαδή διέγερση του δέκτη.
Η σημασία που αποδίδεται στο story telling καταδεικνύεται και από την ύπαρξη της ειδικής κατηγορίας «Best Story Telling» του διαγωνισμού World Food Gift Challenge που διενεργεί το International Institute of Gastronomy, Culture, Arts and Tourism (IGCAT). Το World Food Gift Challenge της IGCAT συμβάλλει στην προστασία και την προώθηση των τοπικών τροφίμων και της πολιτιστικής ποικιλομορφίας αναγνωρίζοντας εξαιρετικά προϊόντα από τοπικούς γαστρονομικούς πολιτισμούς. Μάλιστα πέρυσι, στην κατηγορία αυτή το πρώτο βραβείο, μεταξύ 33 συμμετοχών από ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες, κέρδισε το οργανικό μέλι της εταιρείας «The Family Beez» από τη Σέριφο. Στοιχεία που συνέθεσαν το αφήγημα που γοήτευσε τους κριτές ήταν η εξαιρετική του γεύση, η μοναδική συσκευασία δώρου, ο τρόπος παραγωγής του στη βάση των αρχών της αειφορίας και του σεβασμού στο οικοσύστημα της περιοχής, η καινοτομία στην παράδοση και η σύνδεσή του με την περιοχή που παράγεται. Στο σύντομο βίντεο, στην ιστοσελίδα της εταιρείας, το οποίο αποτελεί ιστορία χωρίς λόγια αλλά μόνο με εικόνες και ήχο, παρουσιάζονται το υπέροχο κυκλαδονήσι, ο τόπος που παράγονται τα πολυβραβευμένα προϊόντα της, αλλά και οι άνθρωποι πίσω από αυτά.
Το 2019, το Aegean Cocktails & Spirits θέσπισε, με στόχο την ανάδειξη, προβολή και προώθηση των ελληνικών αποσταγμάτων και προϊόντων, τον διαγωνισμό «Stories By The Storytellers», έναν διαγωνισμό καμπάνια για την τοπικότητα στο χώρο του μπαρ. Μία από τις ιστορίες που βραβεύτηκαν είναι αυτή του Γιώργου Σπανού, bartender-mixologist, από την Πάργα για το cocktail Altana, εμπνευσμένο από την «Αλτάνα της Πάργας» από ένα φανταστικό πρόσωπο, ηρωίδα στο διήγημα του Κώστα Ασημακόπουλου, μια γυναίκα με εννέα κόρες που έζησε τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ο δημιουργός του, δηλώνοντας επηρεασμένος από το διήγημα από τα παιδικά του χρόνια, ανέφερε: «Η γεύση του cocktail μου είναι η θύμησή της. Το βάζο με το γλυκό και την αρμπαρόριζα, το τσίπουρο, η τσαπέλα και το παστέλι όλα απ΄ το σπίτι της κυρά Αλτάνας» (πηγή: diffordsguide.com).
Τα παραδείγματα είναι άπειρα, ο χώρος αναφοράς τους στο παρόν, περιορισμένος. Στο πεδίο του storytelling η Ελλάδα έχει σημαντικό πλεονέκτημα λόγω του γαστρονομικού της πλούτου, της πλούσιας ιστορικής διαδρομής της, της σημαντικής πολιτισμικής της κληρονομιάς αλλά και της μακραίωνης γαστρονομικής της παράδοσης. Είναι λυπηρό το ότι δεν έχει γίνει αντιληπτή η δυναμική του στην ανάπτυξη του γαστρονομικού τουρισμού. Οι ιστορίες πρέπει να ανασυρθούν από το χρονοντούλαπο, να διασωθούν από τη λήθη, να «ειπωθούν», να πλαισιώσουν και να πλουτίσουν το γαστρονομικό μας προϊόν. Νέες ιστορίες πρέπει να δημιουργηθούν, νέα μέσα αφήγησης πρέπει να χρησιμοποιηθούν. Στην κατεύθυνση αυτή, η Πολιτεία, ιδιαίτερα μέσω του Ε.Ο.Τ. η Τοπική Αυτοδιοίκηση, οι σχετικοί με τη γαστρονομία φορείς, οι επαγγελματίες αλλά και οι πολίτες της χώρας, λειτουργώντας ως πρεσβευτές της γαστρονομίας μας, οφείλουν να συμβάλλουν στο εγχείρημα ανταπόκρισης στους «διψασμένους» για ιστορίες ταξιδιώτες της γεύσης και να δώσουν έτσι την απαιτούμενη ώθηση στην ανάπτυξη του Γαστρονομικού Τουρισμού στη χώρα μας.