Παρέμβαση στον προσυνεδριακό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Μέρος 2ο
Επιλογές απόψεων από άρθρα της Sarah Churchwell και από παραπομπές της στην Hannah Arendt, τον George Orwell και άλλους ιστορικούς και πολιτικούς επιστήμονες. Αν σας θυμίζουν κάποιες σύγχρονες εκδηλώσεις ολοκληρωτισμού, φασισμού, παράνοιας, παραπληροφόρησης κλπ. σε ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Ουγγαρία, Ελλάδα) δεν είναι τυχαίο. Τα συγκέντρωσα γιατί -κατά τη γνώμη μου- ερμηνεύουν όσα συμβαίνουν τόσο στο ακραία νεοφιλελεύθερο καθεστώς της ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη, όσο και στο νεοσταλινικό φραξιονιστικό τερατούργημα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ του Α. Τσίπρα.
Και τα δύο κόμματα αποτελούν σύγχρονες αυταρχικές – αντιλαϊκές – αντιδημοκρατικές δυστοπίες.
Ιδιαίτερα κατά την περίοδο 2019 -2024:
- η ΝΔ διαλύει συστηματικά το κοινωνικό κράτος, με νομοθετικές μεθοδεύσεις και διαπλεκόμενες διαδικασίες ξεπουλά στα καρτέλ τραπεζών – τροφίμων – ενέργειας – τηλεπικοινωνιών κλπ. τον δημόσιο πλούτο, ιδιωτικοποιεί την υγεία – την παιδεία – την ασφάλιση των πολιτών και μέσω της αύξησης του κόστους ζωής προωθεί την εξαθλίωση και τη συνεπαγόμενη υποταγή των λαϊκών στρωμάτων, υποθηκεύει εθνικά συμφέροντα και κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, συγκαλύπτει ανθρωπιστικά – περιβαλλοντικά και οικονομικά εγκλήματα και σκάνδαλα, ενώ συστηματικά αποκρύπτει την αλήθεια και την ανεξάρτητη ενημέρωση με ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ…
- ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι υπό τον έλεγχο νεοσταλινικών στελεχών του «κομματικού σωλήνα» και άλλων αργόμισθων υπαλλήλων του κόμματος και κομματικών επιχειρήσεων, ιδιοτελών «τροφίμων» της κρατικής επιχορήγησης, των βουλευτικών αποζημιώσεων και προνομίων (με φωτεινές εξαιρέσεις όσων στελεχών και βουλευτών δεν συμμετέχουν στις «συνασπισμένες φράξιες»). Σε όλη την αντιπολιτευτική περίοδο δεν αποκατέστησαν σχέσεις επικοινωνίας και εμπιστοσύνης (γείωσης) με τα χιλιάδες μέλη των Ο.Μ., με τις τοπικές κοινωνίες – τους επαγγελματικούς φορείς και την «κοινωνία των πολιτών», δεν άσκησαν αποτελεσματική αντιπολίτευση και δεν αμφισβήτησαν τη δυναστική διακυβέρνηση της ΝΔ, στηρίζοντας έμμεσα με την αδράνειά τους τις νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» της κυβέρνησης του 41%. Άσκησαν όμως λυσσαλέα «εσωκομματική αντιπολίτευση» κατά του νόμιμα εκλεγμένου Προέδρου Στέφανου Κασσελάκη και των χιλιάδων νέων και παλαιών μελών των ΟΜ που τον εξέλεξαν με συντριπτική πλειοψηφία 56%. Μελών που στηρίζουν ανένδοτα τον Πρόεδρο και τη δυναμική αντιπολίτευση στον Κ. Μητσοτάκη και στη ΝΔ, που -μαζί τους- άσκησε και ασκεί με επιτυχία, μειώνοντας το 41% σε 28%, ενώ διατήρησε τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αξιωματική αντιπολίτευση με 15%, παρά την έξωθεν κατευθυνόμενη εσωκομματική υπονόμευση. (Αντίθετα, σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις, οι πραξικοπηματίες κατέρρευσαν σε 6,5% και η ΝεΑρ σε 1,9%! Μαζί βαδίζουν οπισθοχωρώντας στις «εργοστασιακές ρυθμίσεις» 3%!)
- Η έκταση και το μέγεθος της ιδιοτέλειας – της υποκρισίας – της διαφθοράς – της διαπλοκής – του οργανωτικού χάους και της πολιτικής ανεντιμότητας των φραξιονιστών, αποκαλύφθηκαν στα έκπληκτα μάτια μελών και πολιτών στη διάρκεια διαδοχικών αντικαταστατικών πραξικοπημάτων, παρανομιών, αυθαίρετων αποφάσεων και παρανοϊκών ισχυρισμών των ενδιάμεσων «οργάνων» (ΚΕ και ΠΓ). Κατά τη λυσσαλέα προσπάθεια συνασπισμένων φραξιών της «εσωκομματικής αντιπολίτευσης» να αποφύγουν το καταστατικό συνέδριο και τις οργανωτικές μεταρρυθμίσεις που αμφισβήτησαν τα «ιδιοκτησιακά προνόμια» των «ιστορικών στελεχών», τις κομματικές αργομισθίες και την ανεξέλεγκτη εξουσία των φραξιών, σηκώθηκε το χαλί και αποκαλύφθηκε το αποκρουστικό γραφειοκρατικό τέρας σε κοινή θέα. Οι μάσκες έπεσαν εντελώς στη συνέχεια στη φάση μομφής της ΚΕ στον πρόσφατα νόμιμα εκλεγμένο Πρόεδρο, στη δήθεν «καθαίρεσή» του και στις χουντικής έμπνευσης αποφάσεις της ΠΓ για αποκλεισμό της υποψηφιότητάς του και την «απαγόρευση» στο έκτακτο συνέδριο να εγκρίνει ή να απορρίψει την πραξικοπηματική «καθαίρεσή» του, καθώς και το αυτονόητο και αναφαίρετο δικαίωμά του να είναι υποψήφιος.
Όπως συνάγεται από τις απόψεις έγκυρων ερευνητών, τα απίστευτα ψέματα, η διαστρέβλωση της αλήθειας, τα παρανοϊκά επιχειρήματα, οι ενέργειες νεοσταλινικής νοοτροπίας και τα χουντικής έμπνευσης πραξικοπήματα, αποτελούν εγγενή γνωρίσματα ολοκληρωτισμού και φασισμού.
Sarah Churchwell, 2020: «Το ψέμα, η παράνοια και η συνωμοσία είναι καθοριστικά χαρακτηριστικά ολοκληρωτικών κοινωνιών». … Το μεγάλο ψέμα αποτελεί υποκατάστατο της μη ικανοποιητικής πραγματικότητας, μια συλλογική ψευδαίσθηση που γεμίζει τα κενά μεταξύ εξουσίας και κατανόησης. Δεν αρκείται σε επιθέσεις κατά μεμονωμένων γεγονότων, αλλά επιδιώκει να δημιουργήσει μια εναλλακτική κοινωνική φαντασίωση που καθησυχάζει τους πιστούς της ενδυναμώνοντας τους ψεύτες.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Robert Paxton: «Τα συναισθήματα προωθούν τον φασισμό περισσότερο από τις σκέψεις».
Μπαράκ Ομπάμα, 2022: οι ΗΠΑ «εισέρχονται σε μια επιστημολογική κρίση» – μια κρίση γνώσης. «Αν δεν έχουμε την ικανότητα να διακρίνουμε αυτό που είναι αληθές από αυτό που είναι ψεύτικο», τότε «εξ ορισμού η δημοκρατία μας δεν λειτουργεί».
Η δημοκρατία είναι η πολιτική του εφικτού, παρά του αναπόφευκτου ή του καταναγκαστικού. Η πολιτική και πολιτιστική ρητορική δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την υλοποίησή της. Έτσι, μπορούμε να σώσουμε τον εαυτό μας μόνο εάν λέμε την αλήθεια. Η δημοκρατία βασίζεται στα θεμέλια της κοινής αλήθειας, επειδή το κοινωνικό συμβόλαιο εξαρτάται από την αμοιβαία εμπιστοσύνη. … (Επίσης), η αποδοχή της κοινωνίας είναι αυτό που δίνει στη γλώσσα λειτουργική δύναμη.
Οι δόλιες ιστορίες και οι θεωρίες συνωμοσίας βασίζονται σε παραπληροφόρηση και σε «απλή διαίσθηση». Οι οπαδοί του ολοκληρωτισμού δεν αντιτίθενται μόνο πολιτικά στους Δημοκρατικούς θεσμούς: αντιτίθενται υπαρξιακά. Όταν χάνουμε την αίσθηση για το ποια είναι η έκδοση μιας ιστορίας που πρέπει να εμπιστευόμαστε, ακολουθεί παράνοια. Δεν φαίνεται τυχαίο ότι βρισκόμαστε σε μια επιστημολογική κρίση αρκετά χρόνια, σε αυτό που συχνά περιγράφεται ως «κρίση στις ανθρωπιστικές επιστήμες»: γλώσσα, λογοτεχνία, ιστορία, φιλοσοφία. Η καταστροφή των επιστημολογικών θεμελίων δημιουργεί την κρίση στη γνώση.
Σύμφωνα με την Hannah Arendt, το ψέμα – στην προσπάθειά του να αλλάξει την αφήγηση – «είναι μια μορφή δράσης». Για την Arendt, η πολιτική ζει στο χώρο της φαντασίας, όπου: η ικανότητα να φανταζόμαστε τον εαυτό μας ως κάτι διαφορετικό από ότι είμαστε, είναι το βασικό στοιχείο τόσο για ψέματα όσο και για πολιτική δράση.
Υπό αυτήν την έννοια, ο γλωσσολόγος JL Austin θεωρεί τα ψέματα «ερμηνευτικές» εκφράσεις, δηλώσεις που μπορούν να μεταμορφώσουν την κοινωνική πραγματικότητα αντί να την περιγράψουν απλώς – αλλά μόνο υπό αυστηρά καθορισμένες συνθήκες. Όταν ένας δικαστής π.χ. λέει «ένοχος σύμφωνα με τις κατηγορίες», η ζωή του εναγόμενου αλλάζει, αλλά μόνο αν και οι δύο βρίσκονται σε δικαστήριο υπό τις τελετουργικές προϋποθέσεις της «δέουσας διαδικασίας». Εάν όμως ένας δικαστής το λέει αυτό στο σπίτι του, παρακολουθώντας μια δικαστική δραματική ταινία, τότε η δήλωση δεν έχει συνέπειες. …
Ο Federico Finchelstein, στο «A Brief History of Fascist Lies»: «Καθώς τα γεγονότα παρουσιάζονται ως «ψευδείς ειδήσεις (fake news)» και ιδέες προερχόμενες από εκείνους που αρνούνται τα γεγονότα γίνονται κυβερνητική πολιτική, πρέπει να θυμόμαστε ότι η τρέχουσα συζήτηση περί «μετα-αλήθειας» έχει πολιτική και πνευματική καταγωγή: την ιστορία της φασιστικής ψευδολογίας.
Τόσο ο George Orwell όσο και η Χάνα Άρεντ, ιστορικά δύο από τους πιο οξυδερκείς παρατηρητές του ολοκληρωτισμού, τοποθέτησαν το ψέμα ακριβώς στην καρδιά του ολοκληρωτικού εγχειρήματος. Όχι μόνο το μεγάλο χιτλερικό ψέμα της προπαγάνδας, αλλά μια κουλτούρα διάχυτου ψέματος, αυτό που η Άρεντ ονόμασε «ψέματα ως τρόπο ζωής» και «κατ’ αρχήν ψέματα», συστηματική ανεντιμότητα που καταστρέφει την συλλογική αντίληψη της ιστορικής πραγματικότητας. Ο Όργουελ επέμεινε ομοίως ότι το ψέμα είναι «αναπόσπαστο μέρος του ολοκληρωτισμού»: πράγματι, για τον Όργουελ, ο ολοκληρωτισμός πιθανώς «απαιτεί δυσπιστία στην ίδια την ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας». Και όπως έγραψε η Άρεντ στο The Origins of Totalitarianism, τόσο οι Ναζί όσο και οι Σοβιετικοί δημιούργησαν αξιοσημείωτα παρανοϊκές κοινωνίες, στις οποίες η επίδραση των συνωμοτικών μυθοπλασιών λειτούργησε εξίσου καλά με την ιδεολογική υποδομή.
«Μια κοινωνία γίνεται ολοκληρωτική», προειδοποίησε ο Όργουελ στο δοκίμιο του 1946 The Prevention of Literature, «όταν η δομή της γίνεται ολοφάνερα τεχνητή: δηλαδή, όταν η άρχουσα τάξη της έχει χάσει τη λειτουργία της αλλά καταφέρνει να προσκολληθεί στην εξουσία με βία ή απάτη».
Ο Fintan O’Toole στην New York Review of Books, 2020: «Είναι λογικό ότι ένα μόνιμα μειοψηφικό κόμμα, όχι μόνο μπορεί να οδηγηθεί στον αυταρχισμό, αλλά ότι οπωσδήποτε θα το πράξει. Η διατήρηση της εξουσίας ενάντια στις επιθυμίες των περισσότερων πολιτών είναι μια εγγενώς δεσποτική πράξη». Αυτό το επεσήμανε και ο Αβραάμ Λίνκολν στην πρώτη εναρκτήρια ομιλία του το 1861, ένα μήνα προτού η Αμερική βυθιστεί σε εμφύλιο πόλεμο: «Μια πλειοψηφία που συγκρατείται από συνταγματικούς ελέγχους και περιορισμούς, και πάντα αλλάζει εύκολα μετά από αυθόρμητες αλλαγές λαϊκών απόψεων και συναισθημάτων, είναι ο μόνος αληθινός κυρίαρχος ενός ελεύθερου λαού. Όποιος το απορρίπτει, αναγκαστικά καταλήγει στην αναρχία ή στον δεσποτισμό. Η ομοφωνία είναι αδύνατη. Η εξουσία της μειοψηφίας, ως μόνιμη ρύθμιση, είναι εντελώς απαράδεκτη. Εάν απορριφθεί η Αρχή της Πλειοψηφίας, αυτό που απομένει είναι κάποια μορφή αναρχίας ή δεσποτισμού».
Όσοι ασχολούνται με τη συνολική αποκήρυξη των γεγονότων και της πραγματικότητας, αντικαθιστούν τα στοιχεία και την ιστορία με ψέματα και παράνοια. Μέρος της υποστήριξης μιας ολοφάνερα τεχνητής δομής εξουσίας είναι η δόλια ιστορία: «Από την ολοκληρωτική άποψη», όπως σημείωσε ο Όργουελ, «η ιστορία είναι κάτι που πρέπει μάλλον να δημιουργηθεί παρά να μαθευτεί».
Όπως παρατήρησε η Άρεντ, δεν ήταν η ιδεολογική κατήχηση που καθόριζε τα ολοκληρωτικά ψέματα, αλλά μάλλον «η ανικανότητα ή η απροθυμία διάκρισης ανάμεσα στο γεγονός και στη γνώμη». Σε έναν ασταθή, ακατανόητο κόσμο, οι άνθρωποι φτάνουν στο σημείο «όπου, ταυτόχρονα, θα πίστευαν τα πάντα και τίποτα, θα πίστευαν ότι όλα ήταν δυνατά και ότι τίποτα δεν ήταν αλήθεια». Οι θεωρίες συνωμοσίας είναι η αυταρχική απάντηση στην παράνοια. Όλα είναι εξίσου πιθανά, αλλά υπάρχει μια εξουσία που διατηρεί τον έλεγχο. Αυτό καθιστά τη συνωμοσία πιο ανεκτή από το απρόβλεπτο, ειδικά αν κανείς βρίσκει την εξουσία καθησυχαστική. Η συνωμοσία και η παράνοια επιμένουν ότι υπάρχει πάντα μια δολοπλοκία και κάθε δολοπλοκία έχει έναν αυτουργό: κάποιος είναι πάντα υπεύθυνος, ακόμα κι αν είναι ένα άτομο που δεν σας αρέσει. Ειδικά αν είναι ένα άτομο που δεν σας αρέσει, γιατί τότε έχετε κάποιον να κατηγορήσετε. Οι παρανοϊκές αφηγήσεις είναι εγγενώς ναρκισσιστικές αλλά και αυταρχικές. Η Παράνοια απορρίπτει την αναλογικότητα του πλουραλισμού – όπου η αδιαφορία του κόσμου για εσάς ερμηνεύεται ως ένδειξη της πολλαπλότητας του – και ερμηνεύει αυτήν την αδιαφορία ως κακία. (Σε αυτή την παρανοϊκή φαντασίωση) ο κόσμος δεν είναι αδιάφορος για την ύπαρξή σας, αλλά αναγνωρίζει την κεντρική σας σημασία: (νομίζετε ότι) ακόμη και το ψυγείο σας κατασκοπεύει. Ένα παρανοϊκό σύστημα επιβεβαιώνει ότι η αδυναμία σας οφείλεται μόνο στο ότι το παιχνίδι είναι ενάντια σε σας – και ότι ο κόσμος νοιάζεται αρκετά για (το πρόσωπό σας, ώστε) να σας ενοχλεί.
Το 1964 ο ιστορικός Richard Hofstadter προσδιόρισε αυτό που ονόμασε «παρανοϊκό στυλ στην αμερικανική πολιτική», μια αντίληψη που διαμόρφωσε τις ιστορίες που οι Αμερικανοί πολύ συχνά λένε στον εαυτό τους. Η Παράνοια προσφέρει ένα κυρίαρχο πεδίο για την ερμηνεία «της αίσθησης της θερμής υπερβολής, της υποψίας και της συνωμοτικής φαντασίας» στις αμερικανικές πολιτικές αφηγήσεις, από την παράνοια των Illuminati του 18ου αιώνα ή τις παπικές συνωμοσίες του 19ου αιώνα, στις ανθεκτικές κομμουνιστικές υστερίες του 20ου αιώνα. Ο Hofstadter προέβλεψε ότι παρανοϊκές ενέργειες θα απελευθερώνονταν περιοδικά στην Αμερική όταν «ιστορικές καταστροφές ή απογοητεύσεις» επιδείνωναν θρησκευτικές παραδόσεις και κοινωνικές δομές που θα τροφοδοτούσαν καταλυτικά αυτές τις ενέργειες, μετασχηματίζοντάς τες σε «μαζικά κινήματα ή πολιτικά κόμματα». Μερικές από τις «θρησκευτικές παραδόσεις» που εντόπισε ο Hofstadter ταιριάζουν σε αυτή την παράνοια.
Ο Όργουελ επίσης εντόπισε μια ισχυρή συγγένεια μεταξύ του ολοκληρωτισμού και της θεοκρατίας: «Ένα ολοκληρωτικό κράτος είναι ουσιαστικά θεοκρατία, και η κυρίαρχη κάστα του, προκειμένου να διατηρήσει τη θέση της, πρέπει να θεωρηθεί αλάνθαστη». (Ένας αυταρχικός ηγέτης) ασκεί πολιτική εξουσία για να κάνει την πραγματικότητα να συμμορφώνεται με κάθε του ισχυρισμό. Αυτό είναι τόσο θεοκρατική παράσταση, όσο και ολοκληρωτική. Όσο πιο τρελός ο ισχυρισμός, τόσο καλύτερα εξυπηρετεί τον σκοπό του: τα (όποια αντίθετα) στοιχεία πρέπει να αποσπαστούν άγρια από την πραγματικότητα, ώστε να γίνεται ξεκάθαρη η δυνατότητά του ηγέτη να φέρνει την πραγματικότητα στα λόγια του. Ο θεϊκός ηγέτης μιλά και οι πιστοί του αγωνίζονται να κάνουν τα λόγια του να μοιάζουν αληθινά. Αυτή ακριβώς είναι η διαδικασία «διόρθωσης» επίσημων αρχείων που περιγράφει ο Όργουελ στο «1984. Στο The Prevention of Literature δύο χρόνια νωρίτερα, σημείωνε ότι «ο ολοκληρωτισμός απαιτεί, στην πραγματικότητα, τη συνεχή αλλαγή του παρελθόντος».
Για τον Elias Canetti, τα παρανοϊκά και ολοκληρωτικά συστήματα δημιούργησαν συνωμοτικές μυθοπλασίες που αντανακλούν «μια ασθένεια εξουσίας», μια ναρκισσιστική, καταναγκαστική ανάγκη να καταστρέψουν τον κόσμο ως απόδειξη αυτής της εξουσίας: «Το να είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα μείνει ζωντανός αποτελεί την βαθύτερη παρόρμηση κάθε κυνηγού της εξουσίας… Μόλις αισθανθεί ότι απειλείται, τότε η παθιασμένη επιθυμία να τους δει όλους να κείτονται νεκροί μπροστά του, δεν μπορεί πλέον να κυριαρχηθεί από τη λογική του.» Η «Επικυριαρχία» εδώ είναι κρίσιμη: ο ισχυρός άνδρας πρέπει να ασκήσει τη δύναμή του όχι μόνο πάνω στους αντιπάλους του, αλλά και πάνω στη γλώσσα και στην αφήγηση, ώστε να μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα κατά βούληση. Ο Canetti έγραφε π.χ. για έναν Γερμανό δικαστή, τον Daniel Schreber, ο οποίος έγινε η πιο διάσημη case study του Freud για την παράνοια. Στη μελέτη του 1997 για το Schreber, My Own Private Germany, ο Eric Santner υποστήριξε ότι η παράνοια προέρχεται από μια συμβολική κρίση στην εξουσία και περιέγραψε τους τρόπους με τους οποίους η παράνοια του Schreber φάνηκε να προβλέπει την παρανοϊκή κουλτούρα της ναζιστικής Γερμανίας. «Όπου υπάρχει μια κουλτούρα παράνοιας», κατέληξε ο Σάντνερ, «ο φασισμός του ενός ή του άλλου είδους μπορεί να μην είναι πολύ μακρυά».
Κώστας Α. Μαρκάκης
Ηλεκ/γος – Μηχ/γος Μηχανικός,
μέλος ΟΜ ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Βριλησσίων.
Υ.Γ. Κάθε ομοιότητα των όσων εκτίθενται με σημερινά δημόσια πρόσωπα και παρούσες πολιτικές εξελίξεις δεν είναι τυχαία. Συνδυάστηκαν ΣΚΟΠΙΜΑ για να ερμηνεύσουν τα λόγια και τις πράξεις τους. Σύνδεσμος στο 1ο Μέρος: Διεθνής Επανασχεδιασμός της Οικονομίας – «Πλουτονομία» και «Πρεκαριάτο» – EnimeromenosPolitis