Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη*
Η απλή αναλογική είναι το δικαιότερο και δημοκρατικότερο σύστημα και θα είναι κρίμα να πεταχτεί οριστικά στα σκουπίδια από την πρώτη κιόλας απόπειρα εφαρμογή της.
Όπως είναι γνωστό, οι εκλογές της 21ης Μαΐου θα γίνουν με το σύστημα της απλής αναλογικής, η οποία ψηφίστηκε το 2016 από την κυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ., την Ένωση Κεντρώων και άλλους βουλευτές. Έτσι, ένα αίτημα δεκαετιών, κυρίως της αριστεράς, έγινε πραγματικότητα. Η απλή αναλογική, όμως, σημαίνει συνεργασίες. Υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο; Είναι τα πολιτικά κόμματα που την αποδέχονται έτοιμα να κάνουν την υπέρβαση; Ήρθε η ώρα να δούμε αριστερές δικομματικές ή τρικομματικές κυβερνήσεις και στη χώρα μας;
Οι υποστηρικτές της απλής αναλογικής στην ευρύτερη αριστερά και τον λεγόμενο προοδευτικό χώρο, ενώ συμφωνούν ότι είναι το δικαιότερο εκλογικό σύστημα, διαφωνούν, ωστόσο, στο πιο κρίσιμο και σημαντικό θέμα, σε αυτό δηλαδή των συνεργασιών. Υπάρχουν κόμματα που αντιλαμβάνονται ότι εξ ορισμού η απλή αναλογική οδηγεί σε συναινέσεις, σε ουσιαστικό πολιτικό διάλογο και σε προγραμματικές συγκλίσεις και κάποια που απορρίπτουν εξ αρχής μια τέτοια προοπτική, θεωρώντας ότι απουσιάζει η πολιτική βάση για προγραμματική σύγκλιση. Και όμως, η απλή αναλογική από την ίδια τη φύση της έχει δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά: αποτυπώνει πιστά τη λαϊκή βούληση στην κάλπη και συνήθως οδηγεί σε πολυκομματικές και όχι σε μονοκομματικές κυβερνήσεις. Είναι παράδοξο, λοιπόν, να παίρνεις από αυτήν ό,τι σε συμφέρει. Είναι πολιτική ανωριμότητα και εκ του πονηρού στάση να κατηγορείς τα προηγούμενα εκλογικά συστήματα ότι νοθεύουν την ψήφο των πολιτών και, όταν έρχεται η δίκαιη εκλογική αποτύπωση της απλής αναλογικής, να αρνείσαι τις συνεργασίες, στο όνομα μιας πολιτικής καθαρότητας, δικαιώνοντας έτσι όσους μιλούν για ένα εκλογικό σύστημα που δημιουργεί αδιέξοδα.
Οι πολέμιοι της απλής αναλογικής, ανάμεσά τους και η κυβέρνηση της Ν.Δ., υποστηρίζουν ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή οδηγεί σε ακυβερνησία. Μάλιστα συχνά- πυκνά μιλούσαν για πολιτική τερατογένεση, όταν αναφέρονταν στο ενδεχόμενο να είναι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεύτερο κόμμα και να σχηματίσει κυβέρνηση. Αλήθεια, όλα τα προηγούμενα εκλογικά συστήματα, που πριμοδοτούσαν με μπόνους εδρών το πρώτο κόμμα, τι ήταν και πώς πρέπει να τα ονομάσουμε; Αντιπροσωπευτικά και δημοκρατικά; Δεν έκλεβαν τις ψήφους των πολιτών; Δε δημιούργησαν μονοκομματικές κυβερνήσεις, οι πολιτικές των οποίων χαρακτηρίστηκαν από αλαζονεία, σκάνδαλα, διαπλοκή, υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους, ρουσφέτια, κ.α., που οδήγησαν τη χώρα στην οικονομική κρίση και στα μνημόνια, οι επιπτώσεις των οποίων εξακολουθούν να ταλαιπωρούν ακόμη τον ελληνικό λαό;
Η απλή αναλογική ψηφίστηκε σε μια περίοδο που ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α ήταν παντοδύναμος και άρα δεν μπορεί να κατηγορηθεί ότι ήθελε να εμποδίσει την εκλογή του κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία. Την πίστευε και την έκανε νόμο του κράτους. Εξακολουθεί, όμως, ακόμη και σήμερα να την στηρίζει; Η δήλωση που έκανε ο κ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη, όταν επισκέφθηκε τη Δ.Ε.Θ., δημιούργησε πολλά ερωτηματικά. Είπε ότι, αν δεν είναι πρώτο κόμμα, δε θα σχηματίσει κυβέρνηση των ηττημένων, παρά το γεγονός ότι θεωρητικά θα μπορούσε, και θα πάει σε δεύτερες εκλογές. Προχθές από την Καλαμάτα, απ’ όπου άνοιξε επίσημα την προεκλογική περίοδο, το επανέλαβε με άλλα λόγια, τονίζοντας με έμφαση ότι προϋπόθεση για την προοδευτική διακυβέρνηση αποτελεί η πρωτιά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στις εκλογές. Σημαίνουν, άραγε, όλα αυτά ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης καίει την απλή αναλογική που ψήφισε και προσχωρεί στην ενισχυμένη του κ. Μητσοτάκη; Απάντηση, βεβαίως, δεν αναμένεται παραμονές των εκλογών. Θα φανεί, ωστόσο, στην πράξη τους επόμενους μήνες.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ισχυρίζομαι ότι η απλή αναλογική είναι το δικαιότερο και δημοκρατικότερο σύστημα και θα είναι κρίμα να πεταχτεί οριστικά στα σκουπίδια από την πρώτη κιόλας απόπειρα εφαρμογή της. Στη χώρα μας θα έπρεπε να υπάρχει παράλληλα με την απλή αναλογική και συνταγματική πρόβλεψη, όχι ολίγων ημερών όπως γίνεται, αλλά μηνών, για να διαβουλευτούν τα κόμματα και να καταλήξουν σε προγραμματική συμφωνία που θα οδηγήσει σε σταθερές κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως συμβαίνει στη Γερμανία, για παράδειγμα. Στην Ευρώπη, σε πολλές χώρες, υπάρχουν τέτοιες κυβερνήσεις, οι οποίες μακροημερεύουν. Στη χώρα μας γιατί όχι; Μα γιατί δεν υπάρχει κουλτούρα συνεργασίας, θα απαντήσουν κάποιοι. Εκείνοι που δε θέλουν συγκλίσεις και συναινέσεις, για να κυβερνούν ανεξέλεγκτα, χωρίς ουσιαστικά να λογοδοτούν παρά μόνο στον εαυτό τους.
* Ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας