Παίρνοντας υπόψη και τα μαθήματα του 2008, φαίνεται να συνειδητοποιείται σήμερα πως βαθμιαία η πανδημία του κορωνοϊού μετατρέπεται σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Ως εκ τούτου, οι κυβερνήσεις σχεδόν σε όλο τον κόσμο, εξαγγέλλουν γιγαντιαίες δημοσιονομικές παρεμβάσεις ύψους πολλών τρισεκατομμυρίων ευρώ, καθώς οι πάντες εκτιμούν ότι το πρόβλημα αφορά την πραγματική οικονομία, την καθίζηση της παραγωγής λόγω τεράστιας συμπίεσης της ζήτησης. Οι εκτιμήσεις για ύφεση κοντά στο 1% – 1,5% στην Ευρώπη και η έντονη ανησυχία για μεγάλη ύφεση και στις ΗΠΑ, αναγκάζουν, ακόμα και τους «ταλιμπάν» του νεοφιλελευθερισμού, να εξαγγείλουν μέτρα ενίσχυσης της κρατικής παρέμβασης, ώστε να τονωθεί η ενεργός ζήτηση, ενώ την ίδια στιγμή, σε Γαλλία και Ισπανία κάνουν λόγο ακόμα και για εθνικοποιήσεις εταιρειών!
Τα μέτρα στήριξης της οικονομίας της Βρετανίας ισούνται με το 15% του ΑΕΠ της, της Ισπανίας και της Ιταλίας με το 20% του ΑΕΠ τους, της Γερμανίας με το 15%, της Γαλλίας με το 12% κ.ο.κ.
Στη χώρα μας ανακοινώθηκαν προχθές από τους υπουργούς Σταϊκούρα, Γεωργιάδη και Βρούτση, μέτρα ύψους μόλις 2,6% του ΑΕΠ, κατατάσσοντας την Ελλάδα ουραγό στα μέτρα στήριξης της οικονομίας! Και δεν χρειάσθηκαν, παρά μόνο λίγες ώρες, κατόπιν της πολιτικής πίεσης του ΣΥΡΙΖΑ και των κοινωνικών οργανώσεων εργαζομένων και μικρομεσαίων επιχειρηματιών, να παρέμβει ο πρωθυπουργός, «αδειάζοντας» τους υπουργούς του, ανακοινώνοντας ετεροχρονισμένα ένα επιπρόσθετο πακέτο, που περιλαμβάνει έστω και μερικώς μέτρα που έχουν προταθεί από την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και αλλαγή πλεύσης για το δώρο του Πάσχα. Προφανώς κατάλαβαν ότι τα προχθεσινά μέτρα ήταν απολύτως ανεπαρκή και προχώρησαν σε αναδίπλωση. Είναι όμως μεθοδολογικά μάλλον προβληματική η εκ των υστέρων επούλωση των αρνητικών συνεπειών της κρίσης και σωστά επισημαίνεται από τον ΣΥΡΙΖΑ, πως όσο αυτή βαθαίνει, για να μην αυξηθούν οι χαμένες θέσεις εργασίας, η κυβέρνηση πρέπει να σχεδιάσει και να υλοποιήσει τώρα, χωρίς καθυστέρηση, ένα φιλόδοξο και γενναίο πρόγραμμα δημοσιονομικών παρεμβάσεων, δημοσίων επενδύσεων, κρατικών εγγυήσεων και οριζόντιων μέτρων ενίσχυσης επιχειρήσεων και εργαζομένων.
Πρακτικά αυτό σημαίνει, ανάμεσα στα άλλα, την απαγόρευση των απολύσεων (41.000 απολύσεις έχουν καταγραφεί στην «Εργάνης» μέσα στον Μάρτιο, ενώ γίνονται εκτιμήσεις για 400 έως 500.000 χαμένες θέσεις εργασίας, μέχρι το τέλος Απριλίου, λόγω και του πλήγματος στον τουρισμό), την εγγύηση πλήρους καταβολής μισθών και ασφαλιστικών εισφορών, πάγωμα των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, την ελάφρυνση επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων από δανειακές υποχρεώσεις (άμεση κρατική παρέμβαση στις τράπεζες, ώστε να παγώσουν τις δανειακές υποχρεώσεις και για τα φυσικά πρόσωπα), την εξασφάλιση φθηνής ρευστότητας στις επιχειρήσεις (άτοκα δάνεια, παράταση στην εξόφληση των επιταγών όσο διαρκεί η κρίση κ.τ.λ.).
Κάτι τέτοιο είναι εφικτό να γίνει, υπάρχει η δημοσιονομική δυνατότητα, κυρίως χάρη στο γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, ρύθμισε το δημόσιο χρέος και άφησε παρακαταθήκη ένα ισχυρό μαξιλάρι ρευστότητας πάνω από 35 δις ευρώ.
Αυτό το μαξιλάρι αποσιωπήθηκε, τόσο από τον πρωθυπουργό, όσο και από τους υπουργούς του, ο οποίοι, λειτουργώντας μικροκομματικά, επιχείρησαν να πιστώσουν στην κυβέρνησή τους την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ. Αποκρύπτοντας πως πρόκειται για πανευρωπαϊκή ενέργεια, επιβεβλημένη από τις εξελίξεις, που αφορά όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της Ευρωζώνης. Αν και αναμφισβήτητα το συγκεκριμένο πρόγραμμα συνιστά θετικό γεγονός, δεν λύνει το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και δευτερευόντως δεν αγγίζει το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών. Αναμένεται να αποκλιμακώσει το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου και κατ’ επέκταση των τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, διευκολύνοντάς τους στην άντληση ρευστότητας. Ωστόσο δεν είναι σίγουρο πως οι ελληνικές τράπεζες, αποκτώντας «φθηνότερη» χρηματοδότηση, θα ξεκινήσουν να χορηγούν δάνεια σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, πράγμα που δεν έπραξαν ούτε μετά από τις ανακεφαλαιοποιήσεις τρεισήμισι χρόνων. Στην ουσία πρόκειται για σημαντική ενέργεια καθησυχασμού των αγορών προς ώρας, αλλά όχι όμως και των πολιτών.
Σε αυτές τις κρίσιμες ώρες επιβάλλεται υπεύθυνη στάση από όλους. Πολύ περισσότερο δεν είναι ώρα για πολιτικές επικοινωνιακού χαρακτήρα, κυρίως από τη μεριά των εχόντων την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας. Απαιτείται ένα γενναίο πρόγραμμα σωτηρίας με ορίζοντα τουλάχιστον έως το τέλος του έτους, που θα καλύπτει οριζόντια όλη την οικονομία. Ως εκ τούτου, η σιωπή δεν ταιριάζει σε μέτρα που τα υπερβαίνουν οι ανάγκες της χώρας και της κοινωνίας.
Μάκης Λεβέντης
Μέλος της Ν.Ε. Μεσσηνίας του ΣΥΡΙΖΑ