Ο μεγάλος Μεσσήνιος επιστήμονας και αγωνιστής Δημήτριος Α. Βάγιας (1926-2019)
Του Συγγραφέα – Φιλόλογου
Θεοδ. Κων. Μπλουγουρά
ΕΤΣΙ ξεκίνησε, θυμάμαι μαθητής της Τετάρτης εγώ τότε, μαθητής της Έκτης εκείνος, την έκθεση που μας έβαλε ο δάσκαλος Κώστας Γέμελος, αφού πρώτα είπε όσα είπε, και είπε πολλά, θυμάμαι, για το θάνατο του ποιητή Ζαχαρία Παπαντωνίου, άνοιξη του 1940, και είπε να γράψουμε τις εντυπώσεις μας από όσα ακούσαμε οι τρεις μεγάλες τάξεις. Μας άφησε, και πήρε να ασχολείται με τις άλλες τάξεις.
Έτσι ξεκίνησε εκείνος ο μαθητής της Έκτης. Όλα τα άλλα παιδιά ξεκινήσαμε με τη λέξη ‘εντυπώσεις’ στο θέμα/τίτλο, εκείνος αλλιώς. Γράφω όλο το δικό του θέμα/τίτλο: «Αντί στεφάνι στον τάφο του ποιητή Ζαχαρία Παπαντωνίου». Παρασάγγες διαφορά!
Αυτό μόνο; Όλα τα άλλα μπήκαμε στο θέμα με το κοινότυπο: ‘‘Σήμερα μάθαμε (ή: ακούσαμε, ή: μας είπαν) ότι…’’. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Εκείνος αλλιώς. Ιδού πώς:
«Δυστυχία της πνευματικής Ελλάδας! Έχασε το δεξί της χέρι!»
ΜΙΑ άλλη φορά, πριν καλά καλά στρώσει το πρωινό σχολικό πρόγραμμα, ακούστηκε χτύπος στην πόρτα της αίθουσας. Ελαφρός, ευγενικός χτύπος. Χίμηξε ο δάσκαλος, κάτι κατάλαβε, κι από το Μαθητολόγιο επάνω στην έδρα αφαίρεσε από μέσα έναν παχύ φάκελο αλληλογραφίας – ‘’τέτοιες φορτώσεις σε επίσημα αρχειακά βιβλία, όπως το Μαθητολόγιο, τα φθείρουν, τα παλιώνουν ανεπανορθώτως’’ μας εξήγησε άλλη στιγμή – και κρατώντας τον φάκελο στο χέρι, άνοιξε. Ήταν ο Επιθεωρητής – καλά το κατάλαβε από το χτύπημα. Τον θυμάμαι, Γιούρτσης λεγόταν. Γιούρτσης Άγγελος. Έμεινε όλη την ημέρα, πρωί κι απόγευμα. Εξαιρετικός! «Ρε σεις, λέγαμε στο διάλειμμα μεταξύ μας τα παιδιά, τούτος μας μιλάει σα να είναι ο πατέρας μας, ρε!» «Ναι, ρε, είδες!» Διάχυτη εντύπωση στα σχολιαρούδια. Ξεχείλιζε η ευχαρίστηση από τα λόγια του, τις συμβουλές του. Και η προθυμία μας να απαντήσουμε στις ερωτήσεις του, ανεβάσταγη. «Εγώ, κύριε!» και «εγώ, κύριε!» το πηγαίναμε. Ξέραμε δεν ξέραμε ολόκληρη την απάντηση, επιμέναμε να πούμε ό,τι ξέραμε. Δεν κρυβόμασταν ο ένας πίσω από τον άλλον. Μια ευφορία στα μαθητούδια άλλο πράμα! Για τον κ. Επιθεωρητή! Την άλλη ημέρα αρπάζει την ευκαιρία ο δάσκαλος και μας ζητεί να γράψουμε έκθεση για την επίσκεψη του κ. Επιθεωρητή. Καλά τα πήγαμε. Αλλά το παιδί με το «Αντί στεφάνι κλπ. κλπ.» έκοψε πάλι φτερό: «Στο διάβα του – του Επιθεωρητή δηλαδή – η τεμπελιά χάνεται, γίνεται σκόνη και καπνός εμπρός στο πέρασμα του ακούραστου πατέρα!» ήτανε μια από τις παραγράφους της έκθεσής του.
ΗΤΑΝ και στ’ άλλα μαθήματα το ίδιο καλός. Σε τι θέλεις; Αριθμητική; Σπαθί! Στη φυσική και Χημεία; Άπιαστος! Ιστορία, Θρησκευτικά, Γεωγραφία; Με λεπτομέρειες στο καθένα! Στη Γυμναστική, στο χορό; Αχτύπητος! Στη Γυμναστική μάλιστα ο δάσκαλος του ανέθετε συχνά να γυμνάζει τα πρωτάκια.
ΟΙ σχολικές πρωτιές δεν του φούσκωσαν τα μυαλά του, ώστε να ψηλοφρονεί και να κάνει τον καμπόσο στ’ άλλα σχολιαρούδια. Όχι, καθόλου! Έπαιζε με όλα είτε στα διαλείμματα είτε στον ελεύθερο χρόνο εκτός σχολείου με πολλή ευχαρίστηση και πολλή άνεση. Ιδιαίτερη επίδοση είχε στο παιχνίδι που το λέγαμε ‘γουρνίτσα’ με ματσούκια, ένα το κάθε παιδί, και κοινό μπίτσια/τόκα. Και τρεχαλητό, πολύ τρεχαλητό. Είτε στην πλατεία του χωριού είτε στου ‘Τσιμικλή τη λάκα’, μισό χιλιόμετρο στα νότια του χωριού. Εκεί διέπρεπε έναντι των άλλων παιδιών, σπανίως τον «έβαναν μέσα», να φυλάει δηλαδή τον ‘μπίτσια/τόκα’.
Συχνά το χειμώνα ο πατέρας του, αγρότης και επιπλέον δεινός τσιχλολόγος – έστηνε αγκίστρια και έπιανε τσίχλες – του ανέθετε να βγάλει γλίστρες-δολώματα-για τα αγκίστρια. Μετά το σχολείο το απόγευμα εκτελούσε αυτή την υποχρέωση και πλέον ήταν ελεύθερος να διαβάσει ή να παίξει. Αυτά τα θηράματα, τσίχλες, κοσσύβια και τα λεγόμενα τσιπουργιάννια ήταν φαγητό για το σπίτι, και μάλιστα νόστιμο, και το παιδί μετείχε έτσι στην προσπάθεια για την εξοικονόμησή του. Το της Γραφής «εν ιδρώτι του προσώπου σου φαγείν τον άρτον σου» είχε εφαρμογή.
ΜΑΪΟ ΙΟΥΝΙΟ του 1940 ο δάσκαλος είπε στον πατέρα του να στείλει το παιδί στο Γυμνάσιο. Θες που το παιδί τότε ήταν μοναχογιός και μονογενής, θες που ήτανε κι ορφανό από μάνα, η γιαγιά του το φρόντιζε, θες να είχε άλλα σχέδια για το παιδί ο πατέρας του, ο δάσκαλος διέκρινε ένα είδος αμηχανία μέχρι δισταγμό. Και προχώρησε: «Αν υπάρχει οικονομική δυσκολία, εγώ θα σε βοηθήσω. Και θα διαπράξεις έγκλημα, αν δεν το στείλεις». Το ’στειλε. Απ’ το χωριό μας Κάτω Μηνάγια ήταν το μόνο που πέτυχε. Δυο μήνες, Σεπτέμβριο – Οκτώβριο, φοίτησε, κηρύχτηκε ο πόλεμος 28/08/1940, τα σχολεία έκλεισαν, ‘‘μέχρι νεωτέρας’’ είπαν, το παιδί γύρισε στο χωριό. Αγροτικός βίος – οργώματα, σπαρτά, ελιές, περιβόλια, οικόσιτα… αναγκαστική ένταξη στη ζωή του χωριού.
ΚΑΤΟΧΉ, το χωριό όλο στην αντίσταση, το παιδί, έφηβος πλέον, στην ΕΠΟΝ μαζί με άλλους νέους. Με μια ιδιαιτερότητα: συχνά τον έβλεπα να κρατά στα χέρια του ένα βιβλίο. Πρόσεξα τον υπέρτιτλο: ‘‘ΞΕΝΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ’’. Δεν ξέκοψε από το διάβασμα. Καλά τα αντιστασιακά δελτία, αυτά τα διαβάζαμε όλοι, μικροί μεγάλοι. Αυτός διάβαζε και ‘‘Ξένη Φιλολογία’’. Του το ζήτησα, μου το ’δωσε, το ξεφύλλισα, ‘‘Ντο στο γιέ φσκι’’ συλλάβισα το όνομα του συγγραφέα.
Μέχρι Σεπτέμβριο του 1944, τρία χρόνια, οι κατοχικές δυνάμεις με το φέρσιμό τους ισχυροποίησαν το αντιστασιακό χρέος. Ο πατέρας του αντάρτης του ΕΛΑΣ στο βουνό, αυτός ΕΠΟΝίτης και υπεύθυνος στ’ Αετόπουλα του χωριού. Έμειναν ‘‘χαρακτηρισμένοι’’ και οι δυο, κατά την ορολογία μιας παλιότερης εποχής, της εποχής του Μεταξά, που την ανακάλεσαν αυτά τα χρόνια. ‘‘Χαρακτηρισμένοι’’.
ΩΣΤΟΣΟ το ΄χε τριβέλι μέσα του ο γιος που διέκοψε τη φοίτηση στο Γυμνάσιο. Αν συνέχιζε κι ακολουθούσε τις περιπέτειες των προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων «των κατ’ ιδίαν διδαχθέντων μαθητών» του Γυμνασίου τα χρόνια της κατοχής – ως και στη Μηλίτσα έγιναν, θυμάμαι, τέτοιες γυμνασιακές εξετάσεις μια κατοχική χρονιά και πλάκωσε το μαθητομάνι της Επαρχίας, αν, λέω, συνέχιζε, το 1946 θα είχε τελειώσει. Λέω το 1946, διότι τότε, όντας εγώ μαθητής της Ε΄ τάξης του Γυμνασίου είχα την τιμή να με επιλέξει από τους άλλους 5-6 συμμαθητές του χωριού να του πω πώς σχηματίζονται οι συντελικοί χρόνοι των αφωνολήκτων ρημάτων στη μέση φωνή – κάτι μανίκια πράματα – επειδή έκανε τη σκέψη να δώσει κατατακτήριες εξετάσεις. Και «άμ΄ έπος, άμ΄ έργον» κάτσαμε ένα απόγευμα τη Μεγάλη Εβδομάδα των διακοπών με τη Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής του Αχ. Τζαρτζάνου κάτω και τους αλλάξαμε τα φώτα. Τα ’μαθε φαρσί.
Δεν έδωσε όμως. Ήδη είχε αρχίσει κύμα βίας κατά των αντιστασιακών ακόμα και στα Γυμνάσια. Από οπαδούς παρακρατικών οργανώσεων. Πρόθυρα εμφυλίου.
ΠΑΡΑΚΡΑΤΙΚΑ αποσπάσματα πήραν να οργώνουν πόλεις και χωριά και να ‘περιποιούνται’ τους αντιστασιακούς. Που έκαναν αντίσταση στις δυνάμεις κατοχής. Και στους τυχόν συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής. Στα κάτω Μηνάγια ζήτησαν τους ‘‘χαρακτηρισμένους’’ πατέρα και γιο. Το γιο μάλιστα τον έπιασαν να επιστρέφει από την Καλαμάτα και να ’χει στις αποσκευές του την «Κομμουνιστική Επιθεώρηση». Τη συνήθειά του να διαβάζει δεν την είχε εγκαταλείψει. Τους ‘περιποιήθηκαν’ άγρια και τους δυο. Τον πατέρα πρώην ΕΛΑΣίτη για: «Το όπλο, ρε!» «Δεν έχω. Το παρέδωσα!» Ξύλο! Το γιο τον παρέλαβε συνομήλικός του απόφοιτος Γυμνασίου, που παρακολούθησε τις κατοχικές γυμνασιακές περιπέτειες και πήρε απολυτήριο. Ως ο μορφωμένος της παρακρατικής ομάδας, να τον επαναφέρει στον ίσιο δρόμο. Το παιδί ήτανε αρκούντως καταρτισμένο στα κομματικοπολιτικά και ιδεολογικά της εποχής – συγκεντρώσεις/συνέδρια, ομιλίες/αγορεύσεις, διαλέξεις/συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν στο πλαίσιο της Αντίστασης τα χρόνια της κατοχής. Χώρια που ήταν από μόνο του διαβαστερό και διάβαζε. Μέχρι «Ξένη Φιλολογία» και «Κομμουνιστική Επιθεώρηση». Ώστε με τις πρώτες κουβέντες ο άλλος ένιωσε πολύ άσχημα. Είπαμε: «γυμνασιακές περιπέτειες». Και συνέβη αυτό που επισημαίνει ο Θουκυδίδης για τους αντιπάλους του εμφυλίου(3.83.3): «Και οι φαυλότεροι γνώμην ως τα πλείω περιεγίγνοντο. Τω γαρ δεδιέναι το τε αυτών ενδεές και το των εναντίων ξυνετόν, μη λόγοις τε ήσσους ώσι και εκ του πολυτρόπου αυτών της γνώμης φθάσωσι προεπιβουλευόμενοι, τολμηρώς προς τα έργα εχώρουν». Ήτοι: «Και τις πιο πολλές φορές επικρατούσαν οι διανοητικά κατώτεροι. Γιατί; Επειδή φοβόνταν μήπως νικηθούν στη συζήτηση εξαιτίας της ανεπάρκειάς τους και από την ικανότητα των αντιπάλων τους, και για να μην την πάθουν πρώτοι από όσους ικανότατους από αυτούς τους επιβουλεύονταν, χωρίς κανένα δισταγμό προχωρούσαν σε βίαιες πράξεις». Έτσι, λοιπόν, μόλις τα βρήκε σκούρα ο άλλος στη συζήτηση με το γιο, σήκωσε χέρι. Ύστερα τον περίλαβε ο αρχηγός και άλλοι, και ‘‘πού σε πονεί και πού έχεις γερό’’. Βούιξε ο πλατανάκης στη δημοσιά.
ΠΡΙΝ ξαναπεράσουν από το χωριό οι περιποιητές των ‘‘χαρακτηρισμένων’’, ήρθε ο καιρός να πάει στρατιώτης ο νεαρός πρώην ΕΠΟΝίτης. ’47-’48, κάπου εκεί. Με τον εμφύλιο να έχει φουντώσει για καλά, ιδιαίτερα στην Ήπειρο, στο Γράμμο.
Σύντομη εκπαίδευση στα έμπεδα της Καλαμάτας και προώθηση στο Γράμμο. Στη φωτιά της πρώτης γραμμής. Σε μια μάχη κόλαση μαθεύτηκε στο χωριό ότι έπεσε. Τον έκλαψαν και οι πέτρες. Ήταν πολύ αγαπητό πρόσωπο. Τελείωσε ο εμφύλιος πόλεμος, πέρασαν μερικά ζόρικα μετεμφυλιακά χρόνια κι έφτασε στο χωριό στον πατέρα του ένα γράμμα αλλιώτικο: ‘πειραγμένο’ ως προερχόμενο από ένα ιδιαίτερο Εξωτερικό, από τη Ρωσία, από την ΕΣΣΔ. Ήταν από το γιο του. Ζούσε! Όπως άλλοτε έκλαψαν και οι πέτρες, τώρα κι αυτές ακόμα, οι πέτρες, χάρηκαν!
ΕΚΕΙ, στη Ρωσία, διακρίθηκε εργαζόμενος και σπουδάζοντας. Έβγαλε εκεί το Γυμνάσιο, πέρασε στο Πολυτεχνείο της Μόσχας. Από το οποίο αποφοίτησε με Διδακτορική Διατριβή – ακούστε τίτλο, παρακαλώ! – «ΤΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ». Αυτό. Στα ξένα ζούσε, στα ξένα εργαζόταν, στα ξένα σπούδασε, στα ξένα διακρίθηκε, την Ελλάδα είχε στο νου του, την πατρίδα μέσα του! Εκεί συγκρότησε μιαν άξια προσωπική οικογένεια, Ελληνίδα σύζυγο, δυο γιους με πανεπιστημιακές σπουδές, την Ελλάδα επέμενε να έχει μέσα του, την πατρίδα, τη γενέτειρα, ΤΑ ΚΑΤΩ ΜΗΝΑΓΙΑ της Μεσσηνίας! Και όταν ειρήνεψαν τα πράγματα και άνοιξε ο δρόμος της επιστροφής, εκεί γύρισε και πέρασε τα τελευταία του αρκετά χρόνια ο συνταξιούχος και ακμαίος γέρων
Δ η μ ή τ ρ ι ο ς Α ν α σ τ α σ ί ο υ Β ά γ ι α ς.
Αιωνία του μνήμη!