Του Χρήστου Αναστασόπουλου
Έντονες συζητήσεις και αντιδράσεις προκαλεί τα τελευταία χρόνια ο ολοένα και αυξανόμενος αριθμός αιολικών πάρκων που δημιουργούνται στη χώρας μας. Η προβληματική που αναπτύσσεται αφορά, πέρα από την ίδια την αξία των ανεμογεννητριών (Α/Γ) ως Ανανεώσιμη Πηγή Ενέργειας (ΑΠΕ), τις σε πολλά επίπεδα αρνητικές επιπτώσεις που επιφέρει η εγκατάσταση και η λειτουργία τους και ιδιαίτερα σε τουριστικούς προορισμούς.
Σε συνέντευξή του στην «Κ», πριν λίγα χρόνια, ο πρόεδρος της Ελληνικής Επιστημονικής Ένωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ) με αφορμή τις έντονες αντιδράσεις που είχαν προκληθεί στην Πάρο δήλωσε πως αυτές οφείλονταν στην έλλειψη ενημέρωσης και παραπληροφόρησης, κάνοντας μάλιστα λόγο ακόμα και για σκοταδισμό. Οι αντιδράσεις όμως στην Ελλάδα δεν αποτελούν μια τοπική ιδιαιτερότητα, μια αντίσταση στο καινούργιο. Στη Γερμανία οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών στην εγκατάσταση Α/Γ έχουν οδηγήσει σε κατακόρυφη πτώση την πώλησή τους ενώ στη Νορβηγία για τον ίδιο λόγο η κυβέρνηση εγκατέλειψε τον εθνικό σχεδιασμό για την αιολική ενέργεια. Στην Πολωνία απαγορεύθηκε η τοποθέτηση Α/Γ σε απόσταση μικρότερη των δύο χιλιομέτρων από κτίρια ή δάση, στην Κροατία βάσει νομοθεσίας για την εγκατάσταση ζητείται υποχρεωτικά η γνώμη των περιβαλλοντικών οργανώσεων ενώ στις Η.Π.Α. αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αποκαθήλωσής των Α/Γ που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής τους (πηγή: Πελεβάνη, 2020).
Η διαχείριση του ζητήματος της ανάπτυξης των αιολικών πάρκων από την πολιτεία έχει δεχτεί έντονες επικρίσεις. Σε πλήθος δημοσιευμάτων γίνεται λόγος για έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού, προσχηματική διαβούλευση, η οποία έγινε μάλιστα μέσα στην περίοδο των περιορισμών της πανδημίας, έλλειψη πραγματικής διαβούλευσης με την επιστημονική κοινότητα, τους φορείς αλλά και τις τοπικές κοινωνίες, παράκαμψη της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλόγιστη παραχώρηση αδειών, fast track διαδικασίες, εξυπηρέτηση επιχειρηματικών συμφερόντων και εκπτώσεις στη διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει η έκφραση ανησυχίας από οργανώσεις όπως η Greenpeace, η WWF αλλά και η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία.
Σημαντικό επιχείρημα κατά των Α/Γ αποτελεί το γεγονός πως η ενέργεια που παράγουν είναι ασταθής και διακοπτόμενη και δεδομένης της δυσκολίας αποθήκευσής της, το σύστημα χρειάζεται διαθέσιμες εφεδρείες (φορτίο βάσης) από άλλη πηγή όπως ο άνθρακας και ο λιγνίτης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μη ανάλογη με την παραγωγή αιολικής ενέργειας μείωση του διοξειδίου του άνθρακα, όπως αποδεικνύει και η διεθνής εμπειρία σε χώρες με σχετική παράδοση. Επίσης, εκφράζεται προβληματισμός σχετικά με την περιβαλλοντική επιβάρυνση που προκαλείται κατά την κατασκευή και τη μεταφορά τους αλλά και βάσιμη ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι όταν θα έρθει η ώρα της απόσυρσής τους, μετά τη φυσική τους απαξίωση, μετά δηλαδή από 20 ή 25 χρόνια. Αμφισβητείται ακόμα και το εάν η αιολική ενέργεια είναι τελικά ανανεώσιμη. Αμφισβήτηση η οποία αποκτά ιδιαίτερη αξία όταν εκφράζεται από οργανισμούς όπως η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ σύμφωνα με την οποία (2004), «…η αιολική ενέργεια είναι ανανεώσιμος πόρος, αλλά ο ρυθμός ανανέωσής του είναι πεπερασμένος και από ορισμένες απόψεις, συγκριτικά μικρός…» μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο οργανισμό «η μεγάλης κλίμακας χρήση της αιολικής ενέργειας μπορεί να μεταβάλει το τοπικό και παγκόσμιο κλίμα, αφαιρώντας κινητική ενέργεια …)», θέτοντας ζήτημα συμβολής της βιομηχανικής κλίμακας παραγωγής αιολικής ενέργειας στην κλιματική κρίση. Το οξύμωρο είναι πως η κλιματική κρίση χρησιμοποιείται από τους υποστηρικτές της αιολικής ενέργειας ως λόγος ανάπτυξής της.
Η δημιουργία αιολικών πάρκων – η οποία σημειωτέον δεν περιορίζεται στην εγκατάσταση ανεμογεννητριών αλλά συνεπάγεται και μεγάλης κλίμακας έργα που απαιτούνται, όπως διάνοιξη δρόμων, ισοπέδωση κορυφογραμμών, αποψίλωση δασών, δημιουργία υποσταθμών και γραμμών μεταφοράς – προκαλεί σημαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση, επιφέρει οπτική και ακουστική όχληση και δημιουργεί εικόνα εργοταξίου και βιομηχανικής περιοχής. Ιδιαίτερα αρνητικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο επιφέρει η δημιουργία τους σε δάση, σε σημαντικές περιοχές χλωρίδας & πανίδας, σε προστατευόμενες περιοχές Natura 2000 και σε περιοχές σπάνιας βιοποικιλότητας. Σύμφωνα με την έκθεση της «Διακυβερνητικής Πλατφόρμας Επιστήμης και Πολιτικής για την Βιοποικιλότητα και τις Υπηρεσίες Οικοσυστημάτων» (2019) υπό την αιγίδα του ΟΗΕ (IPBES), η διάνοιξη νέων δρόμων και η αλλαγή χρήσης γης που προκαλεί η εγκατάσταση βιομηχανικής κλίμακας αιολικών πάρκων μέσα σε φυσικά οικοσυστήματα συνιστά παγκοσμίως τη μεγαλύτερη περιβαλλοντική απειλή. Ενώ, στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η έρευνα η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος της χώρας μας και πραγματοποιήθηκε το 2020 από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Στα πορίσματα της έρευνας γίνεται λόγος για τον κίνδυνο από τις αλόγιστες εγκρίσεις έργων ΑΠΕ τα οποία συνεπάγονται τη διάνοιξη δρόμων και την κατάτμηση και την αλλαγή χρήσης γης που οδηγούν νομοτελειακά σε απώλεια βιοποικιλότητας.
Δεδομένης της σημασίας του Τουρισμού για τη χώρα μας, το ζήτημα της χωροθέτησης των Α/Γ αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Οργανώσεις, σύλλογοι, φορείς, κάτοικοι και ο επιχειρηματικός κόσμος σε τουριστικούς προορισμούς, όπως η Άνδρος, η Νάξος, η Πάρος, η Τήνος, η Μύκονος, η Ικαρία, η Ιεράπετρα, η ορεινή Κορινθία και το Μαίναλο στην Αρκαδία έχουν κατά καιρούς αντιτεθεί στη δημιουργία αιολικών πάρκων, έχουν διαδηλώσει, έχουν στείλει επιστολές διαμαρτυρίας στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) και έχουν προσφύγει στο ΣτΕ ζητώντας την ανάκληση σχετικών αδειών.
Σε μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικής και Πολιτιστικής Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Leibniz του Αννόβερου (2015) αναφέρεται πως «σύμφωνα με τα θεωρητικά επιχειρήματα και τα υπάρχοντα εμπειρικά στοιχεία για τη Γερμανία, διαπιστώνεται ότι η κατασκευή ανεμογεννητριών έχει αρνητικές συνέπειες στον τουρισμό… σύμφωνα με τα αποτελέσματα, υπάρχει σύγκρουση στην ταυτόχρονη ανάπτυξη και των δύο βιομηχανιών». Στη Σκωτία το 2008 πραγματοποιήθηκε έρευνα από το Glasgow Caledonian University για λογαριασμό της τοπικής κυβέρνησης με στόχο την αξιολόγηση της επίπτωσης της εγκατάστασης Α/Γ στον Τουρισμό. Βάσει των πορισμάτων της, ως απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διατήρηση της ελκυστικότητας ενός προορισμού είναι: α) ο περιορισμένος αριθμός εγκαταστάσεων, β) η συγκέντρωση των Α/Γ σε λίγα σημεία, γ) η αποφυγή συνεχούς οπτικής επαφής και δ) οι μηδενικές παρεμβάσεις σε εμβληματικές περιοχές υψηλής αναγνωρισιμότητας. Στα συμπεράσματα της έρευνας επισημαίνεται πως αν ισχύσουν οι προϋποθέσεις αυτές, η επίπτωση θα είναι σχετικά μικρή με το πλεονέκτημα πάντως να παραμένει υπέρ των περιοχών στις οποίες δεν υπάρχει αντίστοιχη παρέμβαση. Στα πορίσματα μελέτης σχετικά με την οπτική όχληση από Α/Γ στη νότια Αυστραλία (2006) συγκαταλέγεται και το ότι τα αιολικά πάρκα έχουν αρνητική οπτική επίπτωση σε τοπία που είχαν βαθμολογηθεί ως υψηλής ή μέτριας ποιότητας πριν την εγκατάσταση ενώ έχουν θετική επίπτωση όπου έγιναν σε τοπία χαμηλής ποιότητας.
Τα αιολικά πάρκα απειλούν τα φυσικά οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα, επιδρούν αρνητικά στην αισθητική, αλλοιώνουν το φυσικό, αγροτικό και οικιστικό τοπίο, πλήττουν την αυθεντικότητα και τη μοναδικότητά του. Επιπρόσθετα η ηχητική όχληση που συνεπάγεται η λειτουργία τους λειτουργεί αποτρεπτικά για τον επισκέπτη που επιζητεί την ηρεμία που προσφέρει η φύση. Όμως, το τοπίο, το οικοσύστημα, η χλωρίδα και η πανίδα, τα δάση, τα μονοπάτια, οι προστατευόμενες περιοχές ακόμα και η ηρεμία που προσφέρει η φύση συνιστούν πτυχές του τουριστικού προϊόντος ενός τόπου και συστατικά στοιχεία της ταυτότητάς του. Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων απαξιώνοντας το τουριστικό προϊόν ενός τόπου επιφέρει πλήγμα στην οικονομία του, θέτει σε κίνδυνο υπάρχουσες επενδύσεις, απειλεί την απασχόληση και υπονομεύει την αειφόρα τουριστική του ανάπτυξη. Στο αντεπιχείρημα της δημιουργίας θέσεων εργασίας που συνεπάγεται η λειτουργία τους η απάντηση είναι πως η επίπτωση στη χώρα μας είναι ελάχιστη λόγω του ότι εισάγει και δεν κατασκευάζει Α/Γ όπως η Δανία και η Γερμανία και ως εκ τούτου αυτές περιορίζονται σε όσες λίγες απαιτούνται για την εγκατάσταση και τη λειτουργία τους με τις δεύτερες να είναι ελάχιστες λόγω πλήρους αυτοματοποίησης.
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα πως αξιολογώντας με όρους κόστους – οφέλους τη χρήση ανεμογεννητριών για την παραγωγή ενέργειας δεν συνιστά συμφέρουσα επιλογή. Στην κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης προτείνεται, μετά από ανάλογη αξιολόγηση η αξιοποίηση εναλλακτικών μορφών ΑΠΕ όπως η ηλιακή, η κυματική, η γεωθερμία, η τηλεθέρμανση από θερμοπηγές και η παραγόμενη από την υδατόπτωση ενέργεια. Στην κατεύθυνση μείωσης της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης που επιφέρει η ενέργεια πρέπει, παράλληλα με τη χρήση ΑΠΕ, να εφαρμοστούν πολιτικές μείωσης της υπερκατανάλωσης ενέργειας που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη εποχή.
Αν παρόλα αυτά συνεχίσει να αποτελεί η παραγωγή αιολικής ενέργειας επιλογή, αν μη τι άλλο πρέπει να απαγορευθεί πλήρως η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων σε τουριστικούς προορισμούς, όπως συμβαίνει στη Δανία, ή σε εν δυνάμει τουριστικούς προορισμούς καθώς και σε σημαντικές περιοχές χλωρίδας & πανίδας, σε προστατευόμενες περιοχές Natura 2000 και σε περιοχές σπάνιας βιοποικιλότητας. Δέον είναι να ενθαρρυνθεί η δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων, να αποφεύγονται οι μεγάλου μεγέθους Α/Γ και τα βιομηχανικής κλίμακας αιολικά πάρκα, να τύχει εφαρμογής η δημιουργία πλωτών αιολικών πάρκων στη θάλασσα και να επιλέγονται ως τόποι εγκατάστασης, όταν πληρούνται οι υπόλοιπες προϋποθέσεις, πυκνά οδικά δίκτυα. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται ουσιαστικός διάλογος, διαβούλευση, συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και της αυτοδιοίκησης. Απαιτείται τουριστική συνείδηση και αειφορικός τρόπος σκέψης και δράσης.