ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ Ε.Ε. ΜΕΤΑ ΤΟ 2020
Δια του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομίας Αλέξη Χαρίτση,παρεμβαίνει η ελληνική Κυβέρνηση, στη συζήτηση που έχει ανοίξει στην Ευρωπαϊκή Ένωση για το μέλλον της Πολιτικής Συνοχής μετά το 2020.
Η Πολιτική Συνοχής αποτελεί το βασικό εργαλείο που διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τη χρηματοδότηση έργων υποδομών, την καταπολέμηση της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού, τη στήριξη των επιχειρήσεων και γενικότερα, την προώθηση της σύγκλισης μεταξύ των κρατών μελών της. Στην Ελλάδα η Πολιτική Συνοχής υλοποιείται μέσα από τα προγράμματα του ΕΣΠΑ.
Στην εισήγησή του ο κ. Χαρίτσης επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Η νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης σε συνδυασμό με τις αδυναμίες στην αρχιτεκτονική του κοινού νομίσματος έχουν παροξύνει τις ανισότητες μεταξύ των κρατών – μελών και έχουν πολλαπλασιάσει τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της Ένωσης. Το Brexit ήταν το πρώτο καμπανάκι κινδύνου, η ενίσχυση των ρατσιστικών και ξενοφοβικών δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη, το δεύτερο.
Για να απαντήσει στις αυξημένες προκλήσεις η Ευρωπαϊκή Ένωση, χρειάζεται να αναβαθμίσει την Πολιτική Συνοχής και να την πλαισιώσει με επαρκείς πόρους. Τυχόν αποδυνάμωσή της, όπως διεκδικούν κάποιες φωνές με αφορμή το Brexit, θα στερούσε από την Ένωση τα μέσα με τα οποία διασφαλίζει τη συνοχή της και θα καθιστούσε το μέλλον της αβέβαιο.
Η Πολιτική Συνοχής, τονίζει ο κ. Χαρίτσης, δεν πρέπει να τοποθετείται απέναντι στις πολιτικές για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Η συνοχή και η ανταγωνιστικότητα είναι στόχοι αλληλένδετοι. Η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών είναι όρος για την επίτευξη βιώσιμης συνοχής, ενώ η συνοχή αποτελεί προϋπόθεση για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας καθώς επιτρέπει την καλύτερη και ουσιαστικότερη αξιοποίηση του πιο σημαντικότερου πλεονεκτήματος που διαθέτει η Ευρώπη – των ανθρώπων της.
Για το Υπουργείο Οικονομίας, η Πολιτική Συνοχής αποτελεί καθοριστικής σημασίας παράγοντα στην εξέλιξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την εμβάθυνση στις ευρωπαϊκές αρχές για την ευημερία των πολιτών. Παράλληλα, συμβάλλει στην προώθηση της ανάπτυξης με ολοκληρωμένο τρόπο, συνεκτιμώντας τις προκλήσεις από την παγκοσμιοποίηση, την κλιματική αλλαγή και τις δημογραφικές εξελίξεις.
Απαιτείται, λοιπόν, συνεκτικός σχεδιασμός με ξεκάθαρους στόχους και περιεχόμενο. Ειδικότερα:
1. Διατήρηση (αν όχι αύξηση) των πόρων του προϋπολογισμού της ΕΕ
Οι πολλαπλές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της, καθιστούν απαραίτητη τη διατήρηση του προϋπολογισμού της Ένωσης – αν όχι την αύξησή του. Ειδικότερα, η Πολιτική Συνοχής αποτελεί στοιχείο ταυτότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς είναι το βασικό εργαλείο που υπηρετεί τη σύγκλιση μεταξύ των κρατών μελών. Είναι λοιπόν απαραίτητη τουλάχιστον η διατήρηση του ύψους των κονδυλίων που διατίθενται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ για την Πολιτική Συνοχής μετά το 2020 και η αποφυγή της αποδυνάμωσής της, παρά τους αυξανόμενους χρηματοδοτικούς περιορισμούς και τις συνέπειες του Brexit. Για να διατηρηθούν οι πόροι στα ίδια επίπεδα πρέπει να αναζητηθούν πρόσθετες ίδιες πηγές χρηματοδότησης του προϋπολογισμού της ΕΕ (πχ φόρος στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές).
2. «Όχι» στη μείωση του προϋπολογισμού της Συνοχής και της ΚΑΠ
Είμαστε αντίθετοι σε ενδεχόμενη μείωση των κονδυλίων της Πολιτικής Συνοχής και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), υπέρ χρηματοδοτικών προγραμμάτων που διαχειρίζεται κεντρικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όπως αυτά του CEF (Connecting Europe Facility) και EFSI (European Fund for Strategic Investments – Σχέδιο Γιούνκερ). Τα προγράμματα αυτά είναι προφανώς χρήσιμα και η χώρα μας κάνει ήδη τη βέλτιστη χρήση τους (πρώτοι, μεταξύ των χωρών μελών, στην αξιοποίηση και των δύο χρηματοδοτικών προγραμμάτων). Ωστόσο αυτά πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά στους πόρους της Συνοχής (ΕΣΠΑ) ώστε να μεγιστοποιούνται οι δυνατότητες χρηματοδότησης. Επιπλέον, για τις χώρες που παρουσιάζουν υστέρηση χρειάζεται να υπάρχει συγκεκριμένη και ποσοτικοποιημένη κατανομή των κονδυλίων του EFSI.
3. Επιμερισμένη διαχείριση των κονδυλίων
Η αρχή της επιμερισμένης διαχείρισης – η από κοινού δηλαδή και ισότιμη διαχείριση των ευρωπαϊκών κονδυλίων από τα κράτη μέλη, την τοπική αυτοδιοίκηση και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – είναι συστατικό στοιχείο της κοινής ευθύνης και της συμμετοχής στη διαδικασία ανάπτυξης, βάσει της οποίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τους εθνικούς και τοπικούς φορείς διαχειρίζονται τους κοινοτικούς πόρους. Η διατήρηση της επιμερισμένης διαχείρισης υπογραμμίζει τη βούληση των κρατών μελών και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης τους για ανάπτυξη και πρόοδο των κοινωνιών και μαζί με την αρχή της την πολυεπίπεδης διακυβέρνησης αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά της Πολιτικής Συνοχής και πρέπει να παραμείνουν ακέραια και στο μέλλον.
4. Αναλογική στήριξη όλων των περιφερειών
Η νέα αρχιτεκτονική της Πολιτικής Συνοχής μετά το 2020 πρέπει να στηρίζει αναλογικά όλες τις Περιφέρειες της ΕΕ και να μην απευθύνεται μόνο στις πιο αδύναμες, καθώς ακόμη και στις πιο ανεπτυγμένες περιφέρειες ε.κδηλώνονται προβλήματα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Προβλήματα που οξύνονται από τις πολιτικές λιτότητας.
5. Πυξίδα οι κοινωνικοί δείκτες
Η κατανομή των πόρων της Συνοχής για την περίοδο μετά το 2020, πρέπει να καθοριστεί, εκτός από το περιφερειακό ΑΕΠ, και με τη χρήση άλλων κοινωνικών ή χωρικών δεικτών, όπως το επίπεδο φτώχειας, υλικής στέρησης, ανεργίας και απασχόλησης (με μεγαλύτερη βαρύτητα από ό,τι μέχρι σήμερα), προσβασιμότητας σε υπηρεσίες, νησιωτικότητας, ορεινότητας κλπ, ώστε να αποτυπώνεται ακριβέστερα η πραγματική κατάσταση των .περιφερειών (πχ. ενδοπεριφερειακές ανισότητες) και να αντιμετωπίζονται πιο αποτελεσματικά οι ανάγκες.
6. Εργασία για τους νέους
Σε μια Ευρώπη με ιδιαίτερα υψηλή ανεργία και με σημαντικό τμήμα του πληθυσμού να απειλείται με κοινωνικό αποκλεισμό, απαιτείται να δοθεί εκ νέου έμφαση στις πολιτικές για τη δημιουργία ποιοτικών και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας και την προώθηση της κοινωνικής ένταξης. Ειδικότερα για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων, πρέπει να ενισχυθεί η Πρωτοβουλία για την Απασχόληση των Νέων και άλλες αντίστοιχες πρωτοβουλίες.
7. Άρση των ανισοτήτων
H κατανομή των πόρων της Πολιτικής Συνοχής 2014-2020 σε συγκεκριμένους θεματικούς άξονες φαίνεται, κατ’ αρχάς, να έχει θετικό αντίκτυπο στο σύνολο της ΕΕ. Ωστόσο, απαιτείται ο επαναπροσδιορισμός αυτών των αξόνων βάσει μίας «προσαρμοσμένης στον τόπο» (place based) προσέγγισης, ώστε να υπηρετούνται πιο αποτελεσματικά οι στόχοι της κάλυψης υπαρκτών βασικών αναγκών που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι στις περιφέρειες της Ε.Ε και η άρση των ανισοτήτων. Στόχοι οι οποίοι αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ, σύμφωνα με την Καταστατική Συνθήκη της.
8. Ο κανόνας ν+3
Υποστηρίζουμε τη διατήρηση του κανόνα ν+3 – της αυτόματης δηλαδή, αποδέσμευσης των πόρων για επιπλέον τρία χρόνια μετά την τυπική λήξη της προγραμματικής περιόδου-καθώς σε διαφορετική περίπτωση, η ταχεία απορρόφηση των πόρων θα υπερισχύει δυστυχώς της φιλόδοξης αποτελεσματικότητας και θα παραμένει βασικό κριτήριο επιτυχίας των προγραμμάτων, σε βάρος της σκοπιμότητας των έργων.
9. Ενιαίες αρχές και δίκαιη μεταχείριση
Η Πολιτική Συνοχής πρέπει να διέπεται από ενιαίες αρχές, κανόνες και διαδικασίες για όλα τα κράτη μέλη και όλες τις περιφέρειες. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε απόπειρα διαφοροποίησης στις διαδικασίες διαχείρισης και εφαρμογής των προγραμμάτων της Πολιτικής Συνοχής μετά το 2020, μεταξύ των κρατών – μελών, καθώς δεν είναι καθόλου προφανές ποια θα μπορούσαν να είναι τα διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια για τη διασφάλιση της αναλογικής και δίκαιης μεταχείρισης.
10. Απλοποίηση των κανονισμών
Είναι απολύτως απαραίτητη η απλοποίηση των διαδικασιών διαχείρισης των πόρων σε όλα τα επίπεδα. Ειδικότερα για τα χρηματοδοτικά εργαλεία, χρειάζεται η απλοποίηση των κανονισμών και οι συνέργειες μεταξύ των κρατών μελών ώστε να κινητοποιούνται περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις και να μεγιστοποιείται η μόχλευση των πόρων τους . Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να δίνεται η ίδια ευελιξία για τη διαχείριση των κονδυλίων τόσο στα χρηματοδοτικά εργαλεία που διαχειρίζεται κεντρικά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και σε εκείνα που υλοποιούνται με την ευθύνη του κράτους μέλους.