Του Κωνσταντίνου Α. Μαρκάκη
Ηλεκ/γου – Μηχ/γου Μηχανικού
Επέτειοι ανεξαρτησίας από την οθωμανική και τη βρετανική αυτοκρατορία
- 200 χρόνια πέρασαν από την Διακήρυξη των σκλαβωμένων Ελλήνων το 1821 για απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό και απόκτηση Εθνικής Ανεξαρτησίας
- 100 χρόνια από τη Διακήρυξη Ανεξαρτησίας των Ιρλανδών από αγγλική κυριαρχία το 1919
- 60 χρόνια από την Ανακήρυξη Ανεξαρτησίας της Κύπρου, μετά τον αγώνα ενάντια στους Άγγλους αποικιοκράτες, την περίοδο 1955-1959
- 60 χρόνια από την παραχώρηση ανεξαρτησίας στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο το 1962.
- 60 χρόνια από την παραχώρηση ανεξαρτησίας στη Τζαμάϊκα το 1962.
- 55 χρόνια από την παραχώρηση ανεξαρτησίας στη Γουιάνα το 1966
- 400 χρόνια μετά την κατάκτησή τους από την Μεγάλη Βρετανία, στις 30.11.2021 τα νησιά Barbados κατέστησαν επίσημα Republic. Κήρυξη της Ανεξαρτησίας τους το 1966
Όσον αφορά τον ελληνικό πόλεμο ανεξαρτησίας, τα αίτια – τους αγώνες και τις θυσίες του Ελληνικού Λαού και τα σχετικά με την παρακμή και πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχουν πλέον αναφερθεί πολλά μέσα στο χρόνο που πέρασε.
Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με την παρακμή και συρρίκνωση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της μεγαλύτερης αποικιακής δύναμης, καθώς και με τους αγώνες ανεξαρτησίας των λαών που είχε υποτάξει. Ιδιαίτερα με τον ιρλανδικό πόλεμο ανεξαρτησίας, με τα αίτια – τους αγώνες και τις θυσίες των Ιρλανδών, ενός Λαού που έχει κοινά γνωρίσματα με το χαρακτήρα των Ελλήνων, αλλά και παράλληλες ιστορίες στερήσεων, καταπίεσης, εκμετάλλευσης και μεταναστεύσεων. Ακόμη και στις χώρες που κατέφυγαν μαζικά οι Έλληνες και οι Ιρλανδοί μετανάστες, όπως στις Η.Π.Α. – Καναδά – Αυστραλία, υπάρχουν αναλογίες.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 πυροδότησε αγώνες ανεξαρτησίας στα Βαλκάνια και στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αντίστοιχα, η Ιρλανδική Επανάσταση του 1921 πυροδότησε αγώνες ανεξαρτησίας στις Αποικίες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
1. Ο Μεγάλος Λιμός (The Great Famine) στην Ιρλανδία, 1845 – 1852
Ο μεγάλος λιμός, γνωστός και ως Μεγάλη Πείνα, ή ο Ιρλανδικός Λιμός πατάτας, ήταν μια περίοδος μαζικής πείνας και ασθενειών στην Ιρλανδία από το 1845 έως το 1852. Με τις πιο σοβαρά πληγείσες περιοχές στη δυτική και νότια Ιρλανδία, όπου η ιρλανδική γλώσσα ήταν κυρίαρχη, η περίοδος ήταν συγχρόνως γνωστή ως «οι δύσκολες στιγμές». Η χειρότερη χρονιά της περιόδου ήταν το 1847, γνωστό ως «Μαύρο ’47».
Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Πείνας, περίπου 1 εκατομμύριο άνθρωποι πέθαναν και περισσότεροι από ένα εκατομμύριο εγκατέλειψαν τη χώρα, προκαλώντας μείωση του πληθυσμού της χώρας κατά 20–25%, σε ορισμένες πόλεις μειώθηκε έως και 67% μεταξύ 1841 και 1851. Μεταξύ 1845 και 1855, πάνω από 2 εκατομμύρια άνθρωποι έφυγαν από την Ιρλανδία, κυρίως με πλοία μεταφοράς, αλλά και με ατμόπλοια και ιστιοφόρα—μία από τις μεγαλύτερες μαζικές εξόδους από ένα μόνο νησί στην ιστορία.
Προηγήθηκε η Ιρλανδική πείνα (1740–1741), ενώ ακολούθησε η Ιρλανδική πείνα του 1879.
Η κύρια αιτία του λιμού ήταν η «λοίμωξη της πατάτας», που μόλυνε τις καλλιέργειες πατάτας σε όλη την Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1840, προκαλώντας επιπλέον 100.000 θανάτους εκτός Ιρλανδίας και επηρεάζοντας μεγάλο μέρος της αναταραχής στις εκτεταμένες Ευρωπαϊκές Επαναστάσεις του 1848.
Η προέλευση του παθογόνου έχει εντοπιστεί στην κοιλάδα Toluca στο Μεξικό, από όπου εξαπλώθηκε πρώτα στη Βόρεια Αμερική και στη συνέχεια στην Ευρώπη. Πλοία από τη Βαλτιμόρη, τη Φιλαδέλφεια ή την πόλη της Νέας Υόρκης εκτιμάται ότι μετέφεραν μολυσμένες πατάτες από αυτές τις περιοχές σε ευρωπαϊκά λιμάνια. Η μάστιγα εξαπλώθηκε γρήγορα και μέχρι τα μέσα Αυγούστου 1845, είχε φτάσει σε μεγάλο μέρος της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Βέλγιο, Ολλανδία, βόρεια Γαλλία και νότια Αγγλία είχαν ήδη πληγεί.
Από το 1846, ο αντίκτυπος της μάστιγας επιδεινώθηκε από την οικονομική πολιτική της τότε βρετανικής κυβέρνησης, ενός (με σημερινή ορολογία) ακραία νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού (laissez-faire). Οι πιο μακροπρόθεσμες αιτίες περιλαμβάνουν το σύστημα των «απόντων γαιοκτημόνων» (ιδιοκτήτες που ζούσαν αλλού και νοίκιαζαν τμήματα γης σε ακτήμονες) και της εξάρτησης από την μονοκαλλιέργεια (πατάτας).
Ο λιμός ήταν μια στιγμή ορόσημο στην ιστορία της Ιρλανδίας, που ήταν μέρος του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, του οποίου η πρωτεύουσα ήταν το Λονδίνο, από το 1801 έως το 1921. Ο λιμός και οι επιπτώσεις του άλλαξαν οριστικά το δημογραφικό, πολιτικό και πολιτιστικό τοπίο, προκαλώντας περίπου 2 εκατομμύρια πρόσφυγες και μείωση του πληθυσμού για έναν αιώνα. Τόσο για τους ιθαγενείς Ιρλανδούς όσο και για εκείνους στη διασπορά που προέκυψε, ο λιμός καταγράφηκε πλέον στη λαϊκή μνήμη. Οι τεταμένες σχέσεις μεταξύ πολλών Ιρλανδών και της κυβερνώσας βρετανικής κυβέρνησής τους επιδεινώθηκαν περαιτέρω λόγω του λιμού, εντείνοντας τις εθνοτικές και θρησκευτικές εντάσεις και ενισχύοντας τον εθνικισμό και τον ρεπουμπλικανισμό τόσο στην Ιρλανδία όσο και στους Ιρλανδούς μετανάστες σε όλο τον κόσμο. Ο Άγγλος δημιουργός ντοκιμαντέρ Τζον Πέρσιβαλ είπε ότι ο λιμός «έγινε μέρος της μακράς ιστορίας της προδοσίας και της εκμετάλλευσης που οδήγησε στο αυξανόμενο κίνημα στην Ιρλανδία για ανεξαρτησία». Ο μελετητής Kirby Miller έχει την ίδια άποψη. Υπάρχει συζήτηση σχετικά με την ονοματολογία του γεγονότος, εάν θα χρησιμοποιηθεί ο όρος «Πείνα», «Πείνα πατάτας» ή «Μεγάλη Πείνα», η τελευταία από τις οποίες ορισμένοι πιστεύουν ότι αποτυπώνει με μεγαλύτερη ακρίβεια την περίπλοκη ιστορία της περιόδου. Από 8 εκατομμύρια Ιρλανδών, μετά τους μαζικούς θανάτους και τη μαζική μετανάστευση, απέμειναν λιγότεροι από 5 εκατομμύρια στην χώρα τους στα τέλη του 19ου αιώνα.
Η λοίμωξη της πατάτας (Phytophthora infestans, γνωστή συνήθως ως “blight”) επέστρεψε στην Ευρώπη το 1879, αλλά, σε αυτή την περίπτωση, ο «πόλεμος της γης» (ένα από τα μεγαλύτερα αγροτικά κινήματα που έλαβε χώρα στην Ευρώπη του 19ου αιώνα) είχε αρχίσει στην Ιρλανδία. Το κίνημα, που οργανώθηκε από την Land League, συνέχισε την πολιτική εκστρατεία για τα Three Fs (Free sale, Fixity of tenure, and Fair rent) που ξεκίνησε το 1850 από την Tenant Right League κατά τη διάρκεια του μεγάλου λιμού.
Όταν η μάστιγα της πατάτας επέστρεψε στην Ιρλανδία στον λιμό του 1879, η Λίγκα μποϊκόταρε τους «διαβόητους ιδιοκτήτες» και τα μέλη της παρεμπόδιζαν με φυσική παρουσία τις εξώσεις των αγροτών. Η επακόλουθη μείωση αστέγων και κατεδαφίσεων σπιτιών, είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική μείωση του αριθμού των θανάτων.
[σ.σ. αρκετοί εκτιμούν ότι η αδιαφορία και η σκληρότητα που επέδειξαν οι Βρετανικές Κυβερνήσεις, αφήνοντας εν γνώσει τους αβοήθητους τους ιρλανδούς αγρότες να πεθαίνουν μαζικά από πείνα και στερήσεις, κάνοντας ομαδικές εξώσεις εκατομμυρίων εξαθλιωμένων αγροτών από τα «νοικιασμένα» χωράφια και τα σπίτια τους, ισοδυναμεί με συστηματική και σκόπιμη εξόντωση – με όπλο την πείνα – μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης, «προκειμένου να εκσυγχρονιστεί η παραγωγικότητα της ιρλανδικής γης» η οποία τροφοδοτούσε τις αγγλικές πόλεις και ήταν πηγή πλουτισμού της αγγλικής και αγγλο–ιρλανδικής «αριστοκρατίας γαιοκτημόνων» (land-Lords). Ακόμη και όσοι κατείχαν κάποιο τμήμα γης, υποτυπώδη κατοικία, οικόσιτα ζώα, γεωργικά εργαλεία κλπ αναγκάστηκαν να τα πουλήσουν έναντι τροφής.
Αν, αντί κοινωνικής τάξης, αυτή η μαζική εξόντωση μέρους του πληθυσμού μιας χώρας αφορούσε εθνοτική ομάδα, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο θα αποτελούσε Γενοκτονία, μεγαλύτερη σε έκταση και σκληρότητα από αυτές των Τούρκων σε βάρος Αρμενίων και Ποντίων! Επρόκειτο άλλωστε για καθολικούς Ιρλανδούς έναντι προτεσταντών Άγγλων! Επισημαίνεται ότι η αφόρητη πείνα και η απελπισία των ιρλανδών αγροτών έφθασε έως τον εφιαλτικό κανιβαλισμό! Βρέθηκαν δίπλα – δίπλα πτώματα σκελετωμένων γονιών και των παιδιών τους, όπου στο στόμα του ενός υπήρχαν κομμάτια σάρκας που έλειπαν από τους άλλους!
Όλα αυτά συνέβαιναν σε εδάφη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της μεγαλύτερης και πλουσιότερης τότε δύναμης του πλανήτη! Συγκριτικά αναφέρεται ότι στις ηπειρωτικές ευρωπαϊκές χώρες, που επίσης επλήγησαν από την λοίμωξη της πατάτας, όπως η Ολλανδία – το Βέλγιο – η Γαλλία, οι εκεί κυβερνήσεις εφάρμοσαν κατά προτεραιότητα κρατικά προγράμματα δημόσιας στήριξης των δοκιμαζόμενων αγροτών].
2. Η Πασχαλινή Επανάσταση (The Easter Revolution) στην Ιρλανδία το 1916
Η Πασχαλινή Επανάσταση (Easter Revolution), επίσης γνωστή ως εξέγερση του Πάσχα(Easter Rebellion), ήταν μια ένοπλη εξέγερση στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια της εβδομάδας του Πάσχα τον Απρίλιο του 1916. Η εξέγερση ξεκίνησε από Ιρλανδούς Ρεπουμπλικάνους κατά της βρετανικής κυριαρχίας στην Ιρλανδία με σκοπό την ίδρυση μιας Ανεξάρτητης Ιρλανδικής Δημοκρατίας ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο πολεμούσε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν η πιο σημαντική εξέγερση στην Ιρλανδία από την εξέγερση του 1798 (εξεγέρσεις επηρεασμένες από τις ιδέες της αμερικανικής και της γαλλικής επανάστασης) και η πρώτη ένοπλη σύγκρουση της ιρλανδικής επαναστατικής περιόδου.
Δεκαέξι από τους ηγέτες της εκτελέστηκαν τον Μάιο του 1916, αλλά η εξέγερση, η φύση των εκτελέσεων και οι επακόλουθες πολιτικές εξελίξεις συνέβαλαν τελικά στην αύξηση της λαϊκής υποστήριξης για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας.
Οργανωμένη από ένα Στρατιωτικό Συμβούλιο επτά ατόμων της Ιρλανδικής Ρεπουμπλικανικής Αδελφότητας, η Εξέγερση ξεκίνησε τη Μεγάλη Δευτέρα 24 Απριλίου 1916 και διήρκεσε έξι ημέρες. Μέλη των «Ιρλανδών Εθελοντών», με επικεφαλής τον δάσκαλο και ακτιβιστή της ιρλανδικής γλώσσας Patrick Pearse, μαζί με τον μικρότερο «Ιρλανδικό Στρατό Πολιτών» του James Connolly και 200 γυναίκες του Cumann na mBan κατέλαβαν στρατηγικά σημαντικά κτίρια στο Δουβλίνο και ανακήρυξαν την Ιρλανδική Δημοκρατία.
Ο Βρετανικός Στρατός έφερε χιλιάδες ενισχύσεις καθώς και πυροβολικό και μια κανονιοφόρο. Υπήρχαν οδομαχίες προς το κέντρο της πόλης, όπου οι αντάρτες επιβράδυναν την προέλαση των Βρετανών και προκάλεσαν πολλές απώλειες. Αλλού στο Δουβλίνο, οι μάχες αποτελούνταν κυρίως από σκοπευτές και μάχες με όπλα μεγάλης εμβέλειας. Οι κύριες θέσεις των ανταρτών περικυκλώθηκαν σταδιακά και βομβαρδίστηκαν με πυροβολικό. Εσωτερικές αντιθέσεις περιόρισαν τη συμμετοχή εθελοντών.
Με πολύ μεγαλύτερους αριθμούς και βαρύτερα όπλα, ο Βρετανικός Στρατός κατέστειλε την Εξέγερση. Ο Πιρς συμφώνησε σε μια άνευ όρων παράδοση το Σάββατο 29 Απριλίου, αν και οι σποραδικές μάχες συνεχίστηκαν για λίγο. Μετά την παράδοση, η χώρα παρέμεινε υπό στρατιωτικό νόμο. Περίπου 3.500 άνθρωποι αιχμαλωτίστηκαν από τους Βρετανούς και 1.800 από αυτούς στάλθηκαν σε στρατόπεδα εγκλεισμού ή φυλακές στη Βρετανία. Οι περισσότεροι από τους ηγέτες της εξέγερσης εκτελέστηκαν με αποφάσεις στρατοδικείων. Η Εξέγερση επανέφερε τον Ρεπουμπλικανισμό βίαιας φυσικής δύναμης στο προσκήνιο της ιρλανδικής πολιτικής, η οποία για σχεδόν πενήντα χρόνια κυριαρχούνταν από τον Συνταγματικό Εθνικισμό. Η αντίθεση του πληθυσμού στη στρατιωτική βρετανική αντιμετώπιση της Εξέγερσης, συνέβαλε σε αλλαγές στην κοινή γνώμη και στην κίνηση προς την ανεξαρτησία. Αυτό φάνηκε στις εκλογές του Δεκεμβρίου 1918 στην Ιρλανδία, που τις κέρδισε το κόμμα Σιν Φέιν ( Sinn Féin), το οποίο συγκάλεσε το 1ο Ιρλανδικό Κοινοβούλιο (1918 – 1921) και κήρυξε την ανεξαρτησία το 1921.
Από τα 485 άτομα που σκοτώθηκαν, 260 ήταν πολίτες, 143 ήταν Βρετανοί στρατιωτικοί και αστυνομικοί και 82 ήταν Ιρλανδοί αντάρτες, συμπεριλαμβανομένων 16 ανταρτών που εκτελέστηκαν για τους ρόλους τους στην εξέγερση. Περισσότεροι από 2.600 άνθρωποι τραυματίστηκαν. Πολλοί από τους άμαχους σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν από τα πυρά του βρετανικού πυροβολικού ή τους εξέλαβαν ως αντάρτες. Άλλοι πιάστηκαν στα διασταυρούμενα πυρά κατά τη διάρκεια των πυρών μεταξύ των Βρετανών και των ανταρτών. Οι βομβαρδισμοί και οι πυρκαγιές που αυτοί προκάλεσαν άφησαν τμήματα του κεντρικού Δουβλίνου σε ερείπια.
3. Ο Ιρλανδικός Αγώνας Ανεξαρτησίας (1919 – 1921)
Ο Ιρλανδικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας ή Αγγλο-Ιρλανδικός Πόλεμος ήταν ένας ανταρτοπόλεμος που διεξήχθη στην Ιρλανδία από το 1919 έως το 1921 μεταξύ αφενός του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (Irish Republican Army – IRA, Στρατός της Ιρλανδικής Δημοκρατίας) και αφετέρου των βρετανικών στρατιωτικών δυνάμεων, συνεπικουρούμενων από την Βασιλική Ιρλανδική Αστυνομία (Royal Irish Constabulary – RIC) και τις παραστρατιωτικές δυνάμεις της: τους Βοηθητικούς (Auxiliaries) και την Ειδική Αστυνομία του Ulster (Ulster Special Constabulary – USC). Αυτός ο πόλεμος ήταν μέρος της ιρλανδικής επαναστατικής περιόδου.
Τον Απρίλιο του 1916, οι Ιρλανδοί Ρεπουμπλικάνοι ξεκίνησαν την Εξέγερση του Πάσχα ενάντια στη βρετανική κυριαρχία και ανακήρυξαν την Ιρλανδική Δημοκρατία. Αν και συντρίφθηκε μετά από μια εβδομάδα μαχών, η εξέγερση και η βρετανική απάντηση οδήγησαν σε μεγαλύτερη λαϊκή υποστήριξη για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1918, το δημοκρατικό κόμμα Σιν Φέιν κέρδισε συντριπτική νίκη στην Ιρλανδία. Στις 21 Ιανουαρίου 1919 σχημάτισαν μια αποσχισθείσα κυβέρνηση (Dáil Éireann) και διακήρυξαν την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας. Εκείνη την ημέρα, δύο αξιωματικοί του RIC σκοτώθηκαν σε ενέδρα από εθελοντές του IRA που ενεργούσαν με δική τους πρωτοβουλία. Η σύγκρουση αναπτύχθηκε σταδιακά. Για το μεγαλύτερο μέρος του 1919, η δραστηριότητα του IRA περιλάμβανε τη συγκέντρωση οπλισμού και την απελευθέρωση Ρεπουμπλικανών κρατουμένων, ενώ η αποσχισθείσα κυβέρνηση ξεκίνησε τη συγκρότηση ενός κράτους.
Τον Σεπτέμβριο, η βρετανική κυβέρνηση έθεσε εκτός νόμου το Dáil και το Sinn Féin και η σύγκρουση εντάθηκε. Ο IRA κάνει ενέδρες σε περιπολίες του RIC και του Βρετανικού Στρατού, επιτίθεται σε στρατώνες τους αναγκάζοντας απομονωμένους στρατώνες να εγκαταλειφθούν. Η βρετανική κυβέρνηση ενίσχυσε το RIC με νεοσύλλεκτους από τη Βρετανία—τους πρώην στατιώτες Black and Tans και τους Βοηθητικούς—που έγιναν διαβόητοι για απείθαρχες επιθέσεις αντιποίνων εναντίον αμάχων, μια (σ.σ. αντισυνταγματική και παράνομη) τακτική εξουσιοδοτημένη από τη βρετανική κυβέρνηση. Έτσι, η σύγκρουση μερικές φορές ονομάζεται “Black and Tan War”. Η σύγκρουση περιελάμβανε επίσης «πολιτική ανυπακοή», ιδίως την άρνηση Ιρλανδών σιδηροδρομικών να μεταφέρουν βρετανικές δυνάμεις ή στρατιωτικές προμήθειες.
Στα μέσα του 1920, οι Ρεπουμπλικάνοι κέρδισαν τον έλεγχο στα περισσότερα συμβούλια κομητειών και η βρετανική εξουσία κατέρρευσε στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας και δυτικής Ιρλανδίας (σ.σ. στις περιοχές που είχαν αποδεκατιστεί από τη Μεγάλη Πείνα στα 1845-1852), αναγκάζοντας τη βρετανική κυβέρνηση να εισαγάγει εξουσίες έκτακτης ανάγκης. Περίπου 300 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί μέχρι τα τέλη του 1920, αλλά η σύγκρουση κλιμακώθηκε τον Νοέμβριο. Την Ματωμένη Κυριακή στο Δουβλίνο, 21 Νοεμβρίου 1920, δεκατέσσερις πράκτορες των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών δολοφονήθηκαν. Τότε το RIC πυροβόλησε κατά του πλήθους σε έναν αγώνα Gaelic football, σκοτώνοντας δεκατέσσερις πολίτες και τραυματίζοντας εξήντα πέντε. Μια εβδομάδα αργότερα, ο IRA σκότωσε δεκαεπτά βοηθητικούς σε ενέδρα στο Κορκ. Τον Δεκέμβριο, οι βρετανικές αρχές κήρυξαν στρατιωτικό νόμο σε μεγάλο μέρος της νότιας Ιρλανδίας και το κέντρο της πόλης του Κορκ πυρπολήθηκε από τις βρετανικές δυνάμεις ως αντίποινα για μια ενέδρα. Η βία συνέχισε να κλιμακώνεται τους επόμενους επτά μήνες, όταν 1.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 4.500 Ρεπουμπλικάνοι φυλακίστηκαν. Μεγάλο μέρος των μαχών έλαβε χώρα στο Κόρκ, στο Δουβλίνο και στο Μπέλφαστ, που από κοινού είχαν το 75 τοις εκατό των θανάτων από τις συγκρούσεις.]
Η σύγκρουση στο βορειοανατολικό Ulster είχε μια σεχταριστική πτυχή. Ενώ η Καθολική μειονότητα εκεί υποστήριξε ως επί το πλείστον την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, η προτεσταντική πλειοψηφία ήταν ως επί το πλείστον ενωτικοί/βασιλόφρονες. Δημιουργήθηκε ένα κυρίως προτεσταντικό ειδικό αστυνομικό τμήμα και δραστηριοποιήθηκαν αγγλόφιλοι παραστρατιωτικοί. Επιτέθηκαν στους Καθολικούς ως αντίποινα για τις ενέργειες του IRA, και στο Μπέλφαστ φούντωσε μια θρησκευτική σύγκρουση κατά την οποία σκοτώθηκαν σχεδόν 500, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Καθολικοί. Τον Μάιο του 1921, η Ιρλανδία διαιρέθηκε σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο σε Βόρεια και Νότια αυτοδιοικούμενη Πολιτεία.
Η εκεχειρία ξεκίνησε στις 11 Ιουλίου 1921. Οι συνομιλίες μετά την κατάπαυση του πυρός οδήγησαν στην υπογραφή της Αγγλο-Ιρλανδικής συνθήκης στις 6 Δεκεμβρίου 1921. Τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος της Ιρλανδίας και, μετά από μια μεταβατική περίοδο δέκα μηνών υπό την επίβλεψη μιας προσωρινής κυβέρνησης, δημιουργήθηκε το Ελεύθερο Ιρλανδικό Κράτος ως αυτοδιοικούμενη Κυριαρχία στις 6 Δεκεμβρίου 1922. Η Βόρεια Ιρλανδία παρέμεινε εντός του Ηνωμένου Βασιλείου. Μετά την κατάπαυση του πυρός, η βία στο Μπέλφαστ και οι μάχες στις συνοριακές περιοχές της Βόρειας Ιρλανδίας συνεχίστηκαν και ο IRA εξαπέλυσε μια αποτυχημένη επίθεση στα βόρεια τον Μάιο του 1922.
Τον Ιούνιο του 1922, εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ Ρεπουμπλικανών σχετικά με την Αγγλο-Ιρλανδική Συνθήκη οδήγησαν στον εντεκάμηνο Ιρλανδικό Εμφύλιο Πόλεμο, παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη έτυχε ευρείας αποδοχής από τον Ιρλανδικό λαό.
Οι δυνάμεις κατά της Συνθήκης, με επικεφαλής τον Eamon de Valera, αντιτάχθηκαν στο γεγονός ότι η αποδοχή της κατάργησε την Ιρλανδική Δημοκρατία του 1919 στην οποία είχαν ορκιστεί πίστη. Οι δυνάμεις υπέρ της Συνθήκης, με επικεφαλής τον πραγματιστή Michael Collins, υποστήριξαν ότι η συνθήκη «δεν έδωσε μεν την απόλυτη ελευθερία που όλα τα έθνη φιλοδοξούν και αναπτύσσουν, αλλά έδωσε την ελευθερία να επιτύχουν αυτό το στόχο».[σ.σ. σε αυτή την περίοδο δολοφονήθηκε τελικά σε ενέδρα ο χαρισματικός και λαοφιλής στρατιωτικός ηγέτης Μάϊκλ Κόλινς, το «Γελαστό Παιδί» των Ιρλανδών πατριωτών].
Το 1937, εγκρίθηκε ένα νέο σύνταγμα, στο οποίο το κράτος ονομάστηκε «Ιρλανδία» και ουσιαστικά έγινε Δημοκρατία, με εκλεγμένο μη εκτελεστικό πρόεδρο. Ανακηρύχθηκε επίσημα Δημοκρατία (Republic) το 1949 και έγινε μέλος των Ηνωμένων Εθνών τον Δεκέμβριο του 1955, ενώ εντάχθηκε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ΕΚ) – τον προκάτοχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – το 1973 και είναι ιδρυτικό μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.
4. Ανεξαρτησία της Κύπρου
Στις 16 Αυγούστου 1960 η Κύπρος κέρδισε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά από μακρά αντιβρετανική εκστρατεία της ελληνοκυπριακής ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), μιας αντάρτικης ομάδας που επιθυμούσε την πολιτική ένωση με την Ελλάδα. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’, χαρισματικός θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης, εξελέγη πρώτος πρόεδρος της ανεξάρτητης Κύπρου στις 13 Δεκεμβρίου 1959.
Το 1961 η Κύπρος έγινε το 99ο μέλος των Ηνωμένων Εθνών.
Η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Μάιο του 2004. Την 1η Ιανουαρίου 2008, η Κύπρος εντάχθηκε στην Ευρωζώνη και υιοθέτησε το ευρώ ως νόμισμά της.
5. Ανεξαρτησία των: Jamaica – Trinidad & Tobago – Guyana – Barbados
30.11.2021: Η πρώην βρετανική αποικία Barbados, έγινε επιτέλους Δημοκρατία (Republic), μετά από 396 χρόνια, αφότου οι Άγγλοι είχαν μετατρέψει τα νησιά Μπαρμπάντος σε κοινωνία σκλάβων. Tο νησί της Καραϊβικής έγινε η νεότερη Δημοκρατία του κόσμου και απομάκρυνε τη βασίλισσα Ελισάβετ από αρχηγό του κράτους, αποτάσσοντας τους δαίμονες της αποικιακής ιστορίας του.
«Εμείς, οι πολίτες, πρέπει να δώσουμε στη Δημοκρατία του Μπαρμπάντος το πνεύμα και την ουσία της», δήλωσε η Σάντρα Μέισον, η πρώτη πρόεδρος του νησιού. «Πρέπει να διαμορφώσουμε το μέλλον του. Είμαστε οι φρουροί ο ένας του άλλου και του κράτους μας. Είμαστε ο λαός του Μπαρμπάντος», τόνισε.
«Ήταν καιρός να αφήσουμε πλήρως πίσω μας το αποικιοκρατικό παρελθόν», δήλωσε η πρωθυπουργός Mia Mottley, ενώ πολλοί θεωρούν κατάλληλη στιγμή να θέσουν θέμα αποζημιώσεων για τα χρόνια σκλαβιάς.
Ήταν στις 14 Μαΐου 1625 όταν το πρώτο αγγλικό πλοίο έφτασε στο νησί υπό τις διαταγές του καπετάνιου John Powell, ο οποίος το διεκδίκησε για λογαριασμό του Ιάκωβου Α΄. Από εκείνη τη στιγμή, πριν από 396 χρόνια, τα «Los Barbados» (τα γενειοφόρα) έγιναν αγγλική αποικία.
Από το 1627, που εγκαταστάθηκαν οι Άγγλοι στο νησί, εξαφάνισαν κάθε ίχνος των αρχικών κατοίκων, των Arawaks, που ζούσαν εκεί για αιώνες. Άτομα με καλό οικονομικό υπόβαθρο και κοινωνικές σχέσεις με την Αγγλία απέκτησαν γη σε αυτή τη νέα αποικία και τα νησιά πήραν τον τίτλο «Μικρά Αγγλία».
Οι Άγγλοι όμως μετέτρεψαν τα Μπαρμπάντος σε μια κοινωνία δούλων, μια οικονομία δούλων, η οποία θα αναπαραγόταν σε διάφορα μέρη του νέου κόσμου. Σύμφωνα με τον ιστορικό-καθηγητή Hilary Beckles, από το Μπαρμπάντος, που είναι αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου των Δυτικών Ινδιών «τα Μπαρμπάντος ήταν η γενέτειρα της βρετανικής δουλοκτητικής κοινωνίας και η πλέον ανελέητα διοικούμενη αποικία από τις κυρίαρχες ελίτ της Βρετανίας». «Έκαναν τις περιουσίες τους από τη ζάχαρη που παρήγαγε ένα σκλαβωμένο, «αναλώσιμο» εργατικό δυναμικό, και αυτός ο μεγάλος πλούτος εξασφάλισε τη θέση της Βρετανίας ως αυτοκρατορικής υπερδύναμης και προκάλεσε ανείπωτη δυστυχία”.
1961: Τα Μπαρμπάντος έγιναν πλήρως αυτοδιοικούμενη βρετανική αποικία.
1962: Νόμος του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου παραχώρησε ανεξαρτησία στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο με ισχύ από τις 31 Αυγούστου 1962, ενώ το νέο Σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ μετά την ανεξαρτησία.
1966: Η Γουιάνα απέκτησε ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο ως κυρίαρχο κράτος στις 26 Μαΐου 1966 και έγινε Δημοκρατία στις 23 Φεβρουαρίου 1970, παραμένοντας μέλος της Κοινοπολιτείας.
1966: Νόμος του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου παραχώρησε ανεξαρτησία στα Μπαρμπάντος, με ισχύ από τις 30 Νοεμβρίου 1966, ενώ το νέο Σύνταγμα τέθηκε σε ισχύ μετά την ανεξαρτησία.
Έτσι, τα Μπαρμπάντος έγιναν η τέταρτη αγγλόφωνη χώρα στις Δυτικές Ινδίες που απέκτησε πλήρη ανεξαρτησία από το Ηνωμένο Βασίλειο, μετά την Τζαμάικα, το Τρινιντάντ & Τομπάγκο και τη Γουιάνα. Μετά την ανεξαρτησία, τα Μπαρμπάντος έγιναν μέλος της Κοινοπολιτείας των Εθνών.
Πηγές: Wikipedia, ARTE TV, rosa.gr