Χρονογράφημα – Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δεν ξέρω γιατί, όταν αγναντεύω το Ιόνιο, ανακηρύσσω εαυτόν κυρίαρχο, οι στίχοι των ποιητών που έβαλαν σκοπό της ζωής τους τα μακρινά ταξίδια σε πέλαγα και θάλασσες με κατακλύζουν. Πλαταίνουν τη φαντασία μου, τον ορίζοντα τ’ ουρανού και του χαρτιού. Ξεχνώ τότε τους γκουρμεδάτους λαγούς που μας τάζουν οι πολιτικοί, στίχους απαγγέλω δικούς τους, κυκλώνες, ναυάγια, φάροι, χώρες μακρινές, γέροι ναυτικοί, καράβια που αλαργεύουν περνούν μπροστά μου.
Η θάλασσα έλεγε ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στα «Λόγια της Πλώρης», δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασέ την, εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψει το λάκκο ή θα σε ρίξει πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Κάπως έτσι τη βλέπει και ο Νίκος Καββαδίας στο ποίημα του “Ο Πλοιαρχος Φλετσερ”. Ας το απολαύσουμε:
Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε το «Σχελδ» στον Ματαπά/ μια μέρα που των θαλασσών παλεύαν τα στοιχεία,/ γιατί ήλιος δε φαινότανε το στίγμα του να βρει/ ούτε μπορούσε από τις στεριές να πάρει αντιστοιχία.// ΚΙ αυτό στο μέρος που έπεσε εσφήνωσε βαθιά,/ τόσο που οι βράχοι οι μυτεροί μεμιάς το καταστρέψαν,/ μα τίποτ΄ απ’ το πλήρωμα δεν έπαθε κανείς/ κι όλοι με κάποιο ρυμουλκό στον Πειραιά επιστρέψαν.// Σε λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,/ μια μελαγχολική, στυγνά θλιμμένη συνοδεία,/ κι έμεινε ο Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στο πιοτό/ την πίκρα του στα βρωμερά να πνίξει καφωδεία.// Κοντός, με το πηλήκιό του, το γείσο το χρυσό,/ και με τα τέσσερα χρυσά γαλόνια του, τ’ αστέρια,/ έμπαινε μόλις άρχιζε ν’ απλώνεται η νυχτιά,/ και την αυγή αναίσθητο τον βγάνανε στα χέρια.// Μα τα γαλόνια ξέφτισαν και σχίστηκε η στολή,/ τα ωραία ρούχα του επούλησε, την πέτσινή του τσάντα,/ κι ένα εργαλείον κράτησε μονάχα ναυτικό,/ τ’ όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο, τον εξάντα.// Η στενοχώρια και το αλκοόλ δουλεύοντας σιγά,/ μέρα με τη μέρα σ’ ένα χαίνον χάσμα τον ωθούσαν./ Τρελάθηκε. Τον πείραζαν στους δρόμους τα παιδιά,/ κ’ οι ψείρες πάνω στα ξανθιά του γένια επερπατούσαν.// Όταν ο ήλιος φλόγιζε τον αττικό ουρανό,/ αυτός με τον εξάντα του στο χέρι εξεκινούσε,/ το ύψος γοργά υπολόγιζε σε μια μαούνα ορθός,/ κ’ ύστερα αισχρά μουντζώνοντας τον ήλιο εβλαστημούσε.// Μα κάποια μέρα βλέποντας με τ’ όργανο ψηλά,/ έφυγε για το σκοτεινό λιμάνι του θανάτου,/ ενώ σιγά σαν πάντοτε, φαιδρός και φλογερός,/ ο ήλιος την κανονική διέσχιζε τροχιά του.
[ellinikoxronografima.blogspot,gr]