Άρθρο του Πέτρου Τατούλη,
στην «Κυριακάτικη Δημοκρατία» (4 Αυγούστου 2024)
Το σωρευτικό έλλειμμα των κρατικών Προϋπολογισμών (Π/Υ) 2020-2023 ξεπέρασε τα 54,8 δισ. και είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση του Κρατικού χρέους στο πρωτοφανές ύψος των 411,5 δισ. στις 31/12/23 από 361,2 δισ. που ήταν στις 31/12/19.
Επισημαίνεται ότι η χώρα χρεοκόπησε με Κρατικό χρέος 368 δισ. (31.12.11).
Αυτό το τεράστιο έλλειμμα καταδεικνύει ότι τα καταιγιστικώς προβαλλόμενα από την Κυβέρνηση υπερέσοδα του κρατικού Π/Υ είναι μισές αλήθειες που παραπλανούν και εφησυχάζουν τους Έλληνες.
Από ποιους δανείστηκε η Κυβέρνηση για να καλύψει τα ελλείμματα και να πληρώσει λήξεις κρατικού χρέους; Όπως δείχνει η μεταβολή στο ύψος και τη σύνθεση του Κρατικού χρέους μεταξύ 31/12/19 και 31/12/23, η Κυβέρνηση δανείστηκε επιπλέον 34,2 δισ. με έκδοση κρατικών τίτλων (ομόλογα και έντοκα γραμμάτια) και επιπλέον 24,7 δισ. με πώληση κρατικών τίτλων και συμφωνία επαναγοράς τους (repos).
Με αυτά τα επιπλέον δανεικά (58,9 δισ.) η Κυβέρνηση πλήρωσε μακροπρόθεσμα δάνεια και τα μείωσε κατά 8,8 δισ. (προς τι οι πανηγυρισμοί για πρόωρη αποπληρωμή δόσεων Κρατικού χρέους με νέα δανεικά;) και με τα υπόλοιπα 50,1 δισ. κάλυψε μόνο το 91,4% του σωρευτικού ελλείμματος των Π/Υ του Κράτους 2020-2023.
Δεδομένου ότι η ΕΚΤ στη διάρκεια της πανδημίας είχε αγοράσει κατ΄ εξαίρεσην Ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας 40 δισ. περίπου και οι επιπλέον κρατικοί τίτλοι που εκδόθηκαν την τετραετία 2020-2023 ήταν 34,2 δισ., διαπιστώνεται μείωση του κρατικού δανεισμού από τις αγορές κατά 5,8 δισ. Ένας ακόμη μύθος της Κυβέρνησης ότι την εμπιστεύονται οι αγορές και τη δανείζουν καταρρίπτεται.
Ο δείκτης δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ και ο δείκτης δημοσιονομικό αποτέλεσμα προς ΑΕΠ είναι οι βασικοί δείκτες αξιολόγησης της δημοσιονομικής επίδοσης και του αξιόχρεου της χώρας. Δημόσιο χρέος ή χρέος Γενικής Κυβέρνησης (Γ/Κ) είναι το ενοποιημένο χρέος όλων των δημόσιων φορέων ή φορέων Γ/Κ προς φορείς και πρόσωπα εκτός Γ/Κ (άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 479/2009 (ΕΕ L 145/1)). Δεδομένου ότι ο δανεισμός του Κράτους από δημόσιους φορείς ή φορείς Γ/Κ δεν προσμετράται στο δημόσιο χρέος και οι τόκοι του δεν προσμετρώνται στο δημοσιονομικό αποτέλεσμα (έλλειμμα/πλεόνασμα Π/Υ Γ/Κ), η Κυβέρνηση κάλυψε μεγάλο μέρος των ελλειμμάτων των κρατικών Π/Υ 2020-2023 με δανεισμό από φορείς Γ/Κ.
Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση δανείστηκε από φορείς Γ/Κ με πώληση κρατικών τίτλων και συμφωνία επαναγοράς τους (repos), επειδή ο δανεισμός αυτός είναι αφανής και οι όροι του καθορίζονται από την ίδια χωρίς να δημοσιεύονται. Ο δανεισμός αυτός ήταν κάτω από 21,9 δισ. στις 30/6/19, αυξήθηκε τάχιστα στα 28,9 δισ. στις 31/12/19, έφτασε στα 45,5 δισ. στις 31/12/22 και ξεπέρασε τα 52,4 δισ. στις 31/12/23. Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το Δελτίο δημόσιου χρέους Μαρτίου 2024, τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα των φορέων Γ/Κ στις 31/12/23 ήταν 33,6 δισ. Κατόπιν αυτών η Κυβέρνηση οφείλει να αιτιολογήσει:
1. Πώς μπόρεσε να δανειστεί από φορείς Γ/Κ στις 31/12/23 με συμφωνίες επαναγοράς (repos) ταμειακά διαθέσιμα 52,4 δισ. και απέφυγε ισόποση αύξηση του δημόσιου χρέους, όταν τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων αυτών ήταν μόνο 33,6 δισ.;
2. Πού βρέθηκαν τα επιπλέον 18,8 δισ.;
3. Δανείστηκε και τις προκαταβολές του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) της ΕΕ προς τη χώρα μας;
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία κατατίθενται τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων Γ/Κ, επιβεβαιώνει την ύπαρξη ταμειακών διαθεσίμων ύψους 52,4 δισ. στις 31/12/23 τα οποία δανείστηκε η Κυβέρνηση;
5. Η ΕΛΣΤΑΤ γνωρίζει το θέμα και επιβεβαιώνει την αξιοπιστία των στοιχείων δημόσιου χρέους;
Το σωρευτικό έλλειμμα των ενοποιημένων Π/Υ όλων των δημόσιων φορέων ή Π/Υ Γ/Κ 2020-2023 ξεπέρασε τα 39,9 δισ., ενώ το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μόνο κατά 25,6 δισ. και διαμορφώθηκε στα 356,7 δισ. στις 31/12/23. Πώς αιτιολογεί η Κυβέρνηση τη δυσανάλογα μικρότερη αύξηση του δημόσιου χρέους ή χρέους Γ/Κ σε σχέση με το σωρευτικό έλλειμμα των Π/Υ Γ/Κ 2020-2023; Η ΕΛΣΤΑΤ έχει εντοπίσει αυτήν την αναντιστοιχία και πώς την αιτιολογεί; Η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η ανάπτυξη της οικονομίας μείωσε το δείκτη δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ από 180,6% το 2019 σε 161,9% το 2023. Ωστόσο, η μείωση του δείκτη οφείλεται αποκλειστικά στην ακρίβεια (πληθωρισμό), αφού ο δείκτης δημόσιο χρέος προς πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε από 180,1% το 2019 σε 183,4% το 2023. Επισημαίνεται συναφώς ότι η ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας ολόκληρη την τετραετία 2020-2023 ήταν μόλις 5,8%, παρά την πρωτοφανή εισροή πόρων από την ΕΕ (ΤΑΑ και ΕΣΠΑ).
Συγκριτικά, μεταξύ 31/12/19 και 31/12/23 η αύξηση του δημόσιου χρέους ήταν 25,6 δισ., ενώ η αύξηση του κρατικού χρέους ήταν σχεδόν διπλάσια (50,3 δισ.). Εκ πρώτης όψεως, η πολύ μικρότερη αύξηση του δημόσιου χρέους, καθώς και ο ισχυρισμός της Κυβέρνησης ότι διαθέτει μεγάλου ύψους ταμειακά διαθέσιμα, δημιουργούν την απατηλή εντύπωση ότι “όλα βαίνουν καλώς”. Ωστόσο, η αύξηση του δημόσιου χρέους ήταν σχετικά μικρή, επειδή:
(α) σχεδόν το 43% του σωρευτικού ελλείμματος των κρατικών Π/Υ 2020-2023 καλύφθηκε με βραχυπρόθεσμο δανεισμό (repos) από φορείς Γ/Κ, ο οποίος δεν προσμετράται στο δημόσιο χρέος,
(β) σχεδόν το 36% (14,3 δισ.) του σωρευτικού ελλείμματος (39,9 δισ.) των Π/Υ Γ/Κ 2020-2023 δεν καλύφθηκε με πρόσθετο δανεισμό και συνακόλουθα δεν αύξησε το δημόσιο χρέος και
(γ) δεν καταγράφηκαν στο δημόσιο χρέος οι τόκοι των δανείων διάσωσης που έμειναν απλήρωτοι την τετραετία 2020-2023, ύψους 7,4 δισ.
Σε ό,τι αφορά τον ισχυρισμό περί ύπαρξης μεγάλου ύψους ταμειακών διαθεσίμων, όπως προαναφέρθηκε η Κυβέρνηση στις 31.12.23 είχε δανειστεί από φορείς Γ/Κ, περιλαμβανομένου του Κράτους, ταμειακά διαθέσιμα ύψους 52,4 δισ.. Τα ταμειακά διαθέσιμα που δανείστηκε η Κυβέρνηση, φυσικά, δεν τα έβαλε στην άκρη για αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών ή για εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους, όπως είχε γίνει με το περίφημο μαξιλάρι του Σύριζα. Με τα επιπλέον ταμειακά διαθέσιμα (πάνω από 30,5 δισ.), που δανείστηκε η Κυβέρνηση από φορείς Γ/Κ μεταξύ 30/6/19 και 31/12/23, πλήρωσε δαπάνες και κάλυψε ελλείμματα των Π/Υ της.
Ποια λοιπόν είναι τα ταμειακά διαθέσιμα που ισχυρίζεται η Κυβέρνηση ότι υπάρχουν;
Το μόνο που υπάρχει είναι απαιτήσεις των φορέων Γ/Κ έναντι του Κράτους ύψους 52,4 δισ. στις 31/12/23, δηλαδή το success story της ελληνικής οικονομίας του Μητσοτάκη είναι δυστυχώς «αέρας κοπανιστός!»