Χρονογράφημα
Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ
Χριστούγεννα έγκλειστος στα τέσσερα ντουβάρια δε γίνεται. Σου φεύγει το τσερβέλο μόνο να το σκέφτεσαι πως θα τα γιορτάσεις πηγαίνοντας από το χολ στο σαλόνι και από το σαλόνι στο υπνοδωμάτιο. Σαλτάρεις, πα ‘να πει, στην κλεισούρα και το θεωρείς άθλο να βγεις ψυχικά και σωματικά υγιής ως χειμαζόμενος από το ιό. «Άθλος» λοιπόν. Άθλος να τη βγάλεις πέρα κι όσο με ζαλικώνει τούτη η λέξη, τρέχω στο Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας να δω τι αναφέρει για δαύτη. Στα ουκ και ολίγα που γράφει, σταχυολογώ τα πιο ενδιαφέροντα: «Άθλος» ίσον μεγάλο, επίμονο και σπάνιο κατόρθωμα. Π.χ. Οι άθλοι του Ηρακλή, ο άθλος της εθνικής ομάδα ποδοσφαίρου που στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης, ο άθλος να στηθούν οι πυραμίδες της Αιγύπτου.
Αυτή λοιπόν η λέξη είναι ομόρριζη με τον άθλιο! Από πού και ως πού; Το Λεξικό λέει: «… η δυσάρεστη, από την ένταση και την κόπωση κατάσταση του αθλητή στους άθλους, στα αγωνίσματα για την απόκτηση του άθλου, του επάθλου, οδήγησε στη σημασία “δυστυχής”, “αξιολύπητος”». Έτσι δε χρειάζεται να είσαι οινοβαρής για να νιώθεις εξαθλιωμένος, μίζερος και αξιοθρήνητος. Αλλά κοινωνικά άθλιος! Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος θα μας το πει με καθαρή ποίηση: «Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι, ο νους μου πάει στους τσαλακωμένους, σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά, έξω από την πόρτα ή μπροστά σ’ ένα υπάλληλο κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι για μια υπογραφή, για μια ψευτοσύνταξη. Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι γίνομαι ένα με τους τσακισμένους».
Άθλιος, αξιολύπητος και τσακισμένος είναι ο λαός. Που συν τοις άλλοις θεωρείται και φαύλος που πιεσμένος από την καραντίνα αθλείται τρέχοντας στο πάρκο να ελέγξει το στρες του. Έτσι φτάνουμε στην «άθληση» που έχει ανταγωνιστικό χαρακτήρα και αποβλέπει στην πρωτιά η στη διάκριση. Η «άθληση» όταν δεν είναι ανταγωνιστική γίνεται «άσκηση». Ασκούμεθα για να κάνουμε βέβαιη την επόμενη μέρα. Να ξεχάσουμε με τα χιλιόμετρα και την άσκηση απορροφημένοι στην οθόνη του δρόμου και των πέριξ της φύσης, την απειλούμενη υγεία μας, αλλά και των οικείων μας, να εξορκίσουμε την επερχόμενη ανεργία, να ξαποστείλουμε την δια του νόμου φτώχεια, την παρέα, τα αγκαλιάσματα, τα φιλιά, τους ασπασμούς και τις ουζοποσίες, μέσα στη μάσκα να κλείσουμε.
Η συντριπτική πλειονότης ερωτηθέντων γιατί ασκούνται, απάντησαν: για να μη λαλήσουν! Κάποιοι αλλιώς εκφράστηκαν: και γι’ αυτό αλλά και να μη γίνουν ποιητές εκ του προχείρου και απαγγέλουν κακότεχνους στίχους που θα προξενούν το γέλωτα, όπως αυτοί: «Η τόση απομόνωση σηκώνει ιντιφάντα/ και θέλει ο Τσιόδρας όψιμα να βάζει πάντα μάσκα.// Δεν τη γουστάρω, μάγκες μου, ομολογώ τη μάσκα/ γιατί κακό συνδυασμό κάνει με την τραγιάσκα.//»
ellinikoxronofrafima.blogspot.gr