Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ
Εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας
Πολλές φορές οι κυβερνήσεις της ΝΔ επιχείρησαν να κάνουν βαθιές τομές συντηρητικού προσανατολισμού, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Σκόνταψαν στην αντίδραση των αντιπολιτευόμενων κομμάτων, κυρίως της αριστεράς, των ισχυρών, τότε, συνδικαλιστικών οργανώσεων και των εργαζομένων. Έτσι, τα μέτρα είτε δεν ψηφίστηκαν είτε δεν μπόρεσαν να εφαρμοστούν. Σήμερα τα πράγματα δε φαίνεται να είναι τα ίδια. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, δυο χρόνια σχεδόν μετά την άνοδό της στην εξουσία, είναι έτοιμη να υλοποιήσει αυτές τις αλλαγές, που αποτελούν πολιτικό απωθημένο για τη ΝΔ και πρόκληση για την κοινωνία. Προς το παρόν, τίποτα δε μοιάζει ικανό να την σταματήσει.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Πρόσφατα έφερε στη Βουλή προς ψήφιση το νομοσχέδιο για τα εργασιακά. Στο όνομα του εκσυγχρονισμού, μέτρα, όπως οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η κατοχύρωση του 8ωρου, η πληρωμή των υπερωριών και γενικώς η προστασία των εργαζομένων, καταργούνται, γιατί, τάχα, είναι ξεπερασμένα. Νωρίτερα ξηλώθηκε η απλή αναλογική, με την οποία έγιναν οι τελευταίες δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Η αστυνομία μπαινοβγαίνει στα Πανεπιστήμια ανεμπόδιστα. Με το νέο σύστημα εισαγωγής, περιφερειακά τμήματα θα κλείσουν, ενώ, σύμφωνα με υπολογισμούς, περίπου 30.000 υποψήφιοι θα μείνουν έξω από τα δημόσια Α.Ε.Ι., παιδιά που στη μεγάλη τους πλειοψηφία προέρχονται από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Θα αποτελέσουν την πελατεία των κολεγίων και των ιδιωτικών Ι.Ε.Κ. και στη συνέχεια ένα φτηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο, στην καλύτερη περίπτωση, θα απασχολείται 7-8 μήνες και τους υπόλοιπους θα φυτοζωεί από το ταμείο ανεργίας.
Η κυβέρνηση μεθοδικά και με σχέδιο ακολουθεί μια άκρως συντηρητική πολιτική, μείγμα λαϊκισμού και νεοφιλελευθερισμού. Ισχυρό χαρτί της ο ίδιος ο πρωθυπουργός και το επονομαζόμενο «επιτελικό κράτος», που αποδομούν κάθε δημοκρατικό και προοδευτικό βήμα που έγινε. Έχουν αποδεχτεί ότι η Ελλάδα θα βρίσκεται στην τελευταία κατηγορία των κρατών-μελών της Ε.Ε. και θα έχει το ρόλο ενός αποικιακού θερέτρου, μιας χώρας των ουρανοξυστών που θα φέρουν ανάπτυξη, της μαύρης εργασίας για μια χούφτα ευρώ, των ανασφάλιστων ντελιβεράδων, των σερβιτόρων και των υπηρετών της Δύσης.
Ποτέ άλλοτε στη μεταπολιτευτική Ελλάδα οι συνθήκες δεν ήταν τόσο ευνοϊκές για τη συντηρητική παράταξη. Σε καμιά περίπτωση ο συνδικαλισμός δεν ήταν τόσο απαξιωμένος. Ουδέποτε κυβέρνηση είχε τέτοιο λιβάνισμα από τα Μ.Μ.Ε. Ποτέ η αντιπολίτευση δεν ήταν τόσο βουβή, απρόσωπη, άνευρη, χωρίς ουσιαστική και πειστική πρόταση. Στο ΚΙΝ.ΑΛ. ασχολούνται με τη στέψη του επόμενου αυτοκράτορα. Ο ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ. βρίσκεται σε εμφανή αδυναμία να διατυπώσει εναλλακτικό λόγο, γιατί και ο ίδιος πολιτεύτηκε πάνω σε νεοφιλελεύθερους άξονες. Τα κοινοβουλευτικά και μη κόμματα της αριστεράς, με μαξιμαλιστικούς στόχους και συχνά με λόγο που μυρίζει ναφθαλίνη, δεν μπορούν να αρθρώσουν μια ρεαλιστική πρόταση. Έτσι, όμως, δεν ανοίγεται μέχρι στιγμής μια άλλη προοπτική για τον καταθλιπτικό και απογοητευμένο Έλληνα, που βλέπει τα παιδιά του να οδηγούνται στην ανεργία, την υποαπασχόληση και την ξενιτιά.
Για να ανακοπεί η συντηρητική επέλαση της ΝΔ και να ανοίξει μια χαραμάδα ελπίδας, χρειάζεται να γίνουν πολλά από πολίτες και συλλογικότητες. Γιατί σίγουρα δεν αξίζει σ΄ αυτόν τον τόπο, ούτε στους νέους ανθρώπους, η μοίρα που τους επιφυλάσσουν όσοι ταυτίζουν την έννοια της πατρίδας με το πορτοφόλι τους. Όσοι χρόνια διαμορφώνουν τη λεγόμενη «κοινή γνώμη» και την ταΐζουν με τηλεοπτικά περιττώματα. Όσοι αναλαμβάνουν να διαιωνίσουν τον νεποτισμό, φιλοτεχνώντας από τώρα το προφίλ του γιου του πρωθυπουργού, ενός εκκολαπτόμενου πολιτικού διαδόχου, τη μια προβάλλοντας το αυτονόητο ως σημαντικό, ότι δηλαδή υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στον Έβρο, και την άλλη διαφημίζοντας την προσωπική του ζωή, λες και αποτελεί είδηση πρώτης γραμμής. Ο αντίπαλος, λοιπόν, της Ν.Δ και του συστήματος που ανέδειξε και στηρίζει τον κ. Μητσοτάκη έχει όνομα: είναι οι πολλοί που πλήττονται από την πολιτική του. Έχουν δε τόση δύναμη που τρέμουν οι κυβερνώντες. Αρκεί να το συνειδητοποιήσει η βουβή πλειοψηφία και να βγει στο προσκήνιο.